Στην παρουσίαση του βιβλίου του Σωκράτη Σίσκου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» συμμετείχε ως ομιλητής ο βουλευτής Σερρών Μάρκος Μπόλαρης. Την Τετάρτη 4 Μαΐου στην κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων του Πολεμικού Μουσείου στην Αθήνα στην εκδήλωση που οργάνωσαν η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Εμμανουήλ Παπάς» και ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Εμμανουήλ Παπάς» και παρουσίασε η δημοσιογράφος Μαρία Νικόλτσιου, χαιρετισμό απηύθυνε ο Πρόεδρος της εταιρείας και του Συλλόγου Αριστείδης Δράγιος, ενώ για το βιβλίο μίλησαν ακόμη ο φιλόλογος Κ. Κιουπκιολής και η Φλέσσα-Γκύζα Ηρώ απόγονος της οικογένειας Παπαφλέσσα. Το πρόγραμμα έκλεισε με απαγγελίες και μουσική.
Στην παρουσίασή του ο κ. Μπόλαρης επεσήμανε πως ο συγγραφέας Σωκράτης Σίσκος επέλεξε μια άγνωστη, στο ευρύ κοινό, πτυχή του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Οθωμανών κατακτητών που κατέγραψε με μυθιστορηματικό τρόπο: τις αναμνήσεις του γιου του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά, Γιαννάκη Παπά, τις κρίσιμες, δραματικές, στιγμές πριν από την αυτοθυσία του στο πλευρό του Παπαφλέσσα στη μάχη στο Μανιάκι. Για την καταγραφή των γεγονότων της εποχής, και επιχειρώντας μια αναδρομή στα συμβάντα που σχετίζονται με την οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά, ο συγγραφέας, επέλεξε την αφηγηματική προσέγγιση καθιστώντας το κείμενο γοητευτικό και κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Συνεχίζοντας την ανάλυση του βιβλίου ο κ. Μπόλαρης είπε πως ο αναγνώστης, χάρη στην αφηγηματική λειτουργία, συνδιαλέγεται με το κείμενο, χωρίς να υποπίπτει στη συγκινησιακή πλάνη. Έτσι η ιστορία παρουσιάζεται όχι ως διακριτή οντότητα, αλλά ως πεδίο δράσης.
Η ανάγνωση του βιβλίου παρατήρησε ο ομιλητής κινητοποιεί τον αναγνώστη και προκαλεί ευρύτερους στοχασμούς που μας οδηγούν σε μια επικαιροποιημένη εκδοχή του πατριωτικού καθήκοντος, για να συνεχίσει
«Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι μια αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων, αυτοθυσίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, πολιτιστικής και θρησκευτικής αναγέννησης, ισχυρών συναισθημάτων και κινημάτων αλληλεγγύης, που αναπτύχθηκαν μέσα και έξω απ την Ελλάδα, αλλά και μια περίοδος έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και αναταραχών, κοινωνικής δυσαρέσκειας, εμφύλιας διαμάχης και φατριαστικών παθών. Μέσα σ αυτό τον πυρετό του απελευθερωτικού αγώνα, στο συρφετό των αντιθέσεων, κινητήρια δύναμη παραμένουν οι υψιπετείς ιδέες, η ελπίδα για μια δημοκρατική και ελεύθερη Ελλάδα, και στους κατατρεγμένους η κρυφή ελπίδα για ριζική αλλαγή στη ζωή τους».
Ανατρέχοντας σε σύγχρονους διανοητές της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας ο κ Μπόλαρης τόνισε πως η προσέγγιση του νέου πατριωτισμού συνδέεται με όρους ταυτότητας και ρόλων που αποκτούμε στο περικείμενο μιας κοινότητας ή μιας κοινωνίας.
«Στις Κοινότητες των Ελλήνων, αυτές που διαμόρφωσαν την επαναστατική συνείδηση και μέσα σ’ένα περιβάλλον μορφωτικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό σφυρηλάτησαν τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν οι εξεγερμένοι, ο καθένας είχε το μερίδιο της ευθύνης του και τον ρόλο που του αναλογούσε. Για τον Εμμανουήλ Παπά και την οικογένειά του, η εύπορη οικονομική κατάσταση, δεν εξασφάλιζε προνομιακή θέση, αλλά δημιουργούσε μεγαλύτερες ευθύνες. Η επιταγή του πατριωτικού καθήκοντος ήταν ο ισχυρός δεσμός με την Κοινότητα, με το έθνος». Επεκτείνοντας το συλλογισμό του τόνισε πως μια σύγχρονη, εκδοχή του πατριωτισμού διαμορφώνεται με κίνητρα εσωτερικά και μια στάση πολιτική που συντάσσεται με τις αξίες και τις αρχές της χώρας, την ιστορία της και τις προσδοκίες της.
«Αν δεν κατανοώ μια θεσπισμένη αφήγηση της προσωπικής μου ζωής ως αναπόσπαστα συνδεδεμένης με την ιστορία της χώρας, τότε δεν κατανοώ τι οφείλω στους άλλους και τι οι άλλοι οφείλουν σε μένα, για ποια λάθη ή εγκλήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να αποκαταστήσω, για ποια πλεονεκτήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να εκφράσω ευγνωμοσύνη ή να κινητοποιηθώ για να τα εμπλουτίσω».
Καταλήγοντας ο κ. Μπόλαρης ευχαρίστησε το συγγραφέα για το συναρπαστικό αφήγημα που μας χάρισε και εκφράζοντας την πεποίθηση πως τα μηνύματα των δραματικών στιγμών στο Μανιάκι θα γίνουν αντιληπτά από όλους μας, ανέφερε πως το βιβλίο μας υπενθυμίζει μια διαπίστωση του αείμνηστου φιλοσόφου, του Θεόφιλου Βέικου πως «πράξεις που δίνουν έκφραση και νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία, δηλ. στον κόσμο, την εποχή και τον πολιτισμό που εμφανίζονται, δεν αναπτύσσονται σε πολιτιστικά χέρσα εδάφη και σε καιρούς ιδεολογικά στείρους».
Η ανάγνωση του βιβλίου παρατήρησε ο ομιλητής κινητοποιεί τον αναγνώστη και προκαλεί ευρύτερους στοχασμούς που μας οδηγούν σε μια επικαιροποιημένη εκδοχή του πατριωτικού καθήκοντος, για να συνεχίσει
«Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι μια αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων, αυτοθυσίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, πολιτιστικής και θρησκευτικής αναγέννησης, ισχυρών συναισθημάτων και κινημάτων αλληλεγγύης, που αναπτύχθηκαν μέσα και έξω απ την Ελλάδα, αλλά και μια περίοδος έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και αναταραχών, κοινωνικής δυσαρέσκειας, εμφύλιας διαμάχης και φατριαστικών παθών. Μέσα σ αυτό τον πυρετό του απελευθερωτικού αγώνα, στο συρφετό των αντιθέσεων, κινητήρια δύναμη παραμένουν οι υψιπετείς ιδέες, η ελπίδα για μια δημοκρατική και ελεύθερη Ελλάδα, και στους κατατρεγμένους η κρυφή ελπίδα για ριζική αλλαγή στη ζωή τους».
Ανατρέχοντας σε σύγχρονους διανοητές της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας ο κ Μπόλαρης τόνισε πως η προσέγγιση του νέου πατριωτισμού συνδέεται με όρους ταυτότητας και ρόλων που αποκτούμε στο περικείμενο μιας κοινότητας ή μιας κοινωνίας.
«Στις Κοινότητες των Ελλήνων, αυτές που διαμόρφωσαν την επαναστατική συνείδηση και μέσα σ’ένα περιβάλλον μορφωτικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό σφυρηλάτησαν τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν οι εξεγερμένοι, ο καθένας είχε το μερίδιο της ευθύνης του και τον ρόλο που του αναλογούσε. Για τον Εμμανουήλ Παπά και την οικογένειά του, η εύπορη οικονομική κατάσταση, δεν εξασφάλιζε προνομιακή θέση, αλλά δημιουργούσε μεγαλύτερες ευθύνες. Η επιταγή του πατριωτικού καθήκοντος ήταν ο ισχυρός δεσμός με την Κοινότητα, με το έθνος». Επεκτείνοντας το συλλογισμό του τόνισε πως μια σύγχρονη, εκδοχή του πατριωτισμού διαμορφώνεται με κίνητρα εσωτερικά και μια στάση πολιτική που συντάσσεται με τις αξίες και τις αρχές της χώρας, την ιστορία της και τις προσδοκίες της.
«Αν δεν κατανοώ μια θεσπισμένη αφήγηση της προσωπικής μου ζωής ως αναπόσπαστα συνδεδεμένης με την ιστορία της χώρας, τότε δεν κατανοώ τι οφείλω στους άλλους και τι οι άλλοι οφείλουν σε μένα, για ποια λάθη ή εγκλήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να αποκαταστήσω, για ποια πλεονεκτήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να εκφράσω ευγνωμοσύνη ή να κινητοποιηθώ για να τα εμπλουτίσω».
Καταλήγοντας ο κ. Μπόλαρης ευχαρίστησε το συγγραφέα για το συναρπαστικό αφήγημα που μας χάρισε και εκφράζοντας την πεποίθηση πως τα μηνύματα των δραματικών στιγμών στο Μανιάκι θα γίνουν αντιληπτά από όλους μας, ανέφερε πως το βιβλίο μας υπενθυμίζει μια διαπίστωση του αείμνηστου φιλοσόφου, του Θεόφιλου Βέικου πως «πράξεις που δίνουν έκφραση και νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία, δηλ. στον κόσμο, την εποχή και τον πολιτισμό που εμφανίζονται, δεν αναπτύσσονται σε πολιτιστικά χέρσα εδάφη και σε καιρούς ιδεολογικά στείρους».
ΟΜΙΛΙΑ Μ.ΜΠΟΛΑΡΗ
Μια άγνωστη, στο ευρύ κοινό, πτυχή του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Οθωμανών κατακτητών αναπτύσσει ο Σωκράτης Σίσκος στο έργο του, που έχουμε σήμερα την τιμή να παρουσιάσουμε. Καταγράφει με μυθιστορηματικό τρόπο τις αναμνήσεις του γιου του Αρχιστράτηγου των επαναστατημένων Ελλήνων στη Χαλκιδική, Γιαννάκη του Εμμανουήλ Παπά, τις κρίσιμες, δραματικές, στιγμές πριν από την αυτοθυσία του στο πλευρό του Παπαφλέσσα στη μάχη στο Μανιάκι.
Για την καταγραφή των γεγονότων της εποχής, και ειδικότερα των συμβάντων που σχετίζονται με την οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά, ο συγγραφέας επιλέγει την αφηγηματική προσέγγιση. Η ειδολογική επιλογή της γραφής προσδίδει εξ αρχής στο εγχείρημα μια διαθεματική διάσταση. Αντί να ακολουθηθεί η συνεκτική και διατεταγμένη αναπαράσταση των γεγονότων, ή των εξελίξεων, σε αυστηρή χρονική ακολουθία, όπως επιβάλλει η ιστοριογραφική μεθοδολογία, με τη μυθιστορηματική ανάπλαση παρέχεται η ευελιξία της μη γραμμικής παράθεσης των γεγονότων ενταγμένης στη λογική της αφήγησης. Έτσι οι ιστορικές επεξηγήσεις που είναι ρητορικές και ποιητικές από τη φύση τους, όπως μας υπενθυμίζει ο καθηγητής Hayden White φιλόσοφος της ιστορίας στο παν/μιο της California στην Santa Cruz, γίνονται ένα γοητευτικό ανάγνωσμα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο ίδιος Αμερικανός θεωρητικός, διαπιστώνει πως οι ιστορικοί χρησιμοποιούν την «ιστορική φαντασία» όταν απεικονίζουν το παρελθόν. Με άλλα λόγια, ο ιστορικός βασίζεται στις στρατηγικές αφήγησης ενός λογοτέχνη.
Από μόνη της η διαπίστωση αυτή νομιμοποιεί το εγχείρημα του συγγραφέα του βιβλίου, που έχουμε την τιμή να παρουσιάσουμε, για μια ιστορική καταγραφή με μορφή αφηγηματικής πρόζας που μορφοποιείται με λογοτεχνικές συμβάσεις και τη φαντασία του ιστορικού. Για να τεκμηριώσει όμως τον ιστοριογραφικό πυρήνα του έργου του, ο Σωκράτης Σίσκος παραθέτει ένα εκτεταμένο Παράρτημα, που καταλαμβάνει το δεύτερο μισό σχεδόν του βιβλίου, με πλούσιο πραγματολογικό υλικό, επεξηγήσεις, σχόλια, ελεύθερες κρίσεις, αναλύσεις και συσχετίσεις.
Για όσους επαγγελματίες της ιστοριογραφίας αντιμετωπίσουν με συγκατάβαση το έργου του συγγραφέα, κυρίως λόγω του είδους γραφής που επιλέχθηκε, υπενθυμίζω πως στη βιβλιογραφία έχουμε σημαντικούς ιστορικούς όπως οι Michelet, Ranke, Tocqueville, Bruckhardt και φιλοσόφους της ιστορίας όπως οι Hegel, Marx, Nietzsche, Groce που υιοθέτησαν την αφηγηματική μορφή.
Εξάλλου η αφηγηματική γραφή αμφισβητεί τον ισχυρισμό της ιστορικής αλήθειας και την αντικειμενικότητα της ιστορικής εργασίας., κρυμμένης δογματικά πολλές φορές πίσω από την αυθεντία του ειδικού.
Τα επινοημένα παρά ανακαλυπτόμενα επεισόδια της ιστορικής μυθιστοριογραφίας εκκινούν από εμπειρικά, επικυρωμένα γεγονότα ή συμβάντα, αλλά απαιτούν φανταστικά βήματα για να τοποθετηθούν σε μια συνεκτική ιστορία. Αντιπροσωπεύουν επιπλέον μόνο μια επιλογή ιστορικών συμβάντων. Στην περίπτωση του βιβλίου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» την πραγματολογική υποστήριξη της αφηγηματικής στρατηγικής αναλαμβάνει και το σύστοιχο ιστορικό υλικό του Παραρτήματος.
Συχνά προβάλλεται η θέση πως η πρόθεση για αντικειμενική αναπαράσταση του παρελθόντος οδηγείται σε αποτυχία, καθώς η ερμηνευτική αφήγηση αναφέρεται σε ρητορικές, μεταφορικές και ιδεολογικές επεξηγήσεις. Νομίζω πως αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από τη συζήτηση πουν προκάλεσε, πρόσφατα, ιστορική σειρά τηλεοπτικού σταθμού. Αυτό που κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζει συχνά την αδυναμία συγκρότησης ενός πειστικού ιστορικού εγχειρήματος, είναι πως οι αφηγήσεις εξηγούν γιατί τα πράγματα συνέβησαν, αλλά είναι επικαθορισμένες από τις υποθέσεις των ιστορικών ως προς τις δυνάμεις που επηρεάζουν τη φύση της αιτιότητας, όπως στοιχεία φυλής, φύλων, τάξης, πολιτικών συμπτώσεων, πολιτικών διενέξεων κλπ.
Στην περίπτωση του βιβλίου του Σωκράτη Σϊσκου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες. Δεν πρόκειται για μια ιστορική πραγματεία, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά για μια «αφηγηματική και μυθιστορηματική θεώρηση των ιστορικά εξακριβωμένων και τεκμηριωμένων γεγονότων από το Γιαννάκη Παπά, τον έναν από τους τρεις γιους του Εμμανουήλ Παπά που έπεσε πολεμώντας στη Νότια Ελλάδα, στη μάχη στο Μανιάκι», μαζί με τον Παπαφλέσα και τους συναγωνιστές του. Εκτός από την αναμφισβήτητη διδακτική αξία, με την παράθεση καταστάσεων που συνήθως αποκρύπτονται στα σχολικά ιστορικά εγχειρίδια, το έργο του Σωκράτη Σίσκου συμβάλλει και στην αποκατάσταση εσφαλμένων αντιλήψεων που έχουν επικρατήσει στην ιστορική έρευνα. Πρόκειται εντέλει για μια εποικοδομητική, και με την παιδαγωγική έννοια του όρου, προσέγγιση της ιστοριογραφίας. Καθώς η ιστορία είναι ένα αμφίβολο και δύσκολο θέμα, μοιάζει με την Καντιανή έννοια:
το πράγμα καθευατό είναι απρόσιτο, αλλά το φαινόμενο μπορεί να προσληφθεί μέσω των δομών της σκέψης.
Ο αναγνώστης, χάρη στην αφηγηματική λειτουργία, συνδιαλέγεται με το κείμενο, χωρίς να υποπίπτει στη συγκινησιακή πλάνη. Έτσι η ιστορία παρουσιάζεται όχι ως διακριτή οντότητα, αλλά ως πεδίο δράσης. Το σημαντικό με το βιβλίο που παρουσιάζουμε είναι πως δεν αναφέρεται αναλυτικά στους ενδιάθετους μηχανισμούς, ιδεολογικούς και οικονομικούς, αλλά εισάγει την ίδια τη διάσταση του πατριωτικού καθήκοντος.
Επειδή η αξία ενός βιβλίου δεν κρίνεται μόνο από τον πλούτο των πληροφοριών που κομίζει ή των συναισθημάτων που διεγείρει στον αναγνώστη, αλλά κυρίως από τον προβληματισμό που αναπτύσσει, επιτρέψετε μου, με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου, να καταθέσω σύντομα κάποιες σκέψεις πάνω σ αυτό που μπορεί να αποτελέσει μια επικαιροποιημένη εκδοχή αυτού που αναδεικνύεται ως αντίληψη του πατριωτικού καθήκοντος.
Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι μια αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων, αυτοθυσίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, πολιτιστικής και θρησκευτικής αναγέννησης, ισχυρών συναισθημάτων και κινημάτων αλληλεγγύης, που αναπτύχθηκαν μέσα και έξω απ την Ελλάδα, αλλά και μια περίοδος έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και αναταραχών, κοινωνικής δυσαρέσκειας, εμφύλιας διαμάχης και φατριαστικών παθών. Μέσα σ αυτό τον πυρετό του απελευθερωτικού αγώνα, στο συρφετό των αντιθέσεων, κινητήρια δύναμη παραμένουν οι υψιπετείς ιδέες, η ελπίδα για μια δημοκρατική και ελεύθερη Ελλάδα, και στους κατατρεγμένους η κρυφή ελπίδα για ριζική αλλαγή στη ζωή τους.
Ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους διανοητές της φιλοσοφίας της ηθικής και της πολιτικής ο Mac Intyre στο έργο του “After Virtue” «Μετά την Αρετή» υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι και οι πράξεις τους πρέπει να γίνουν κατανοητοί και να εκτιμηθούν από την άποψη της κοινότητας στην οποία ανήκουν, με όρους ταυτότητας και ρόλων που η κοινότητα τους παρέχει. Είμαστε, με άλλα λόγια, φορείς μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας. Στις Κοινότητες των Ελλήνων, αυτές που διαμόρφωσαν την επαναστατική συνείδηση και μέσα σ’ένα περιβάλλον μορφωτικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό σφυρηλάτησαν τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν οι εξεγερμένοι, ο καθένας είχε το μερίδιο της ευθύνης του και τον ρόλο που του αναλογούσε. Για τον Εμμανουήλ Παπά και την οικογένειά του, η εύπορη οικονομική κατάσταση, δεν εξασφάλιζε προνομιακή θέση, αλλά δημιουργούσε μεγαλύτερες ευθύνες. Η επιταγή του πατριωτικού καθήκοντος ήταν ο ισχυρός δεσμός με την Κοινότητα, με το έθνος.
Η έννοια του πατριωτισμού και του πατριωτικού καθήκοντος θεωρήθηκε ξεπερασμένη και αγνοήθηκε επιδεικτικά από τους σύγχρονους θεωρητικούς. Μόλις στη δεκαετία του 80’ άρχισε να ενδιαφέρει τους ειδικούς της ηθικής φιλοσοφίας και των πολιτικών επιστημών κι αυτό ως αντίδραση στην ευρεία επίδραση που άσκησε η φιλελεύθερη πολιτική θεωρία, όπως εκφράστηκε αντιπροσωπευτικά στο έργο του John Rawls “Theory of justice” ««Θεωρία του Δικαίου». Η δραματική εμφάνιση των εθνικισμών σε πολλές περιοχές έθεσε μια πρόκληση στη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία. Ο πατριωτισμός ως φυσική και ηθικά νομιμοποιημένη έκφραση της προσκόλλησης στη μητέρα πατρίδα συνιστά ένα επιπλέον διακριτό ταυτοποιητικό στοιχείο. Αντανακλά την ηθική μιας συγκεκριμένης κοινότητας, ενώ οι ηθικοί κανόνες και αξίες είναι κατανοητοί στο συγκείμενο μιας κοινωνίας.
Οι σύγχρονοι στοχαστές της πολιτικής θεωρίας εκτιμούν ότι η έννοια του πατριωτισμού, ορισμένη με όρους «αγάπης», «ταύτισης» προς την πατρίδα, μπορεί να ήταν λειτουργική στο κλίμα του ρομαντισμού και του παραδοσιακού εθνικισμού του 17ου και 18ου αιώνα, αλλά είναι ασαφείς στο περικείμενο των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Μια σύγχρονη, ικανοποιητική εκδοχή του πατριωτισμού ανατρέχει στις ψυχολογικές και πολιτικές του χρήσεις, με κίνητρα εσωτερικά και μια στάση που συντάσσεται με τις αξίες και τις αρχές της χώρας, την ιστορία της και τις προσδοκίες της. Έτσι νομιμοποιούνται και οι πολιτικές απόψεις από τη σκοπιά του πατριωτισμού σε διάφορα θέματα.
Αν δεν κατανοώ μια θεσπισμένη αφήγηση της προσωπικής μου ζωής ως αναπόσπαστα συνδεδεμένης με την ιστορία της χώρας, τότε δεν κατανοώ τι οφείλω στους άλλους και τι οι άλλοι οφείλουν σε μένα, για ποια λάθη ή εγκλήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να αποκαταστήσω, για ποια πλεονεκτήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να εκφράσω ευγνωμοσύνη ή να κινητοποιηθώ για να τα εμπλουτίσω. Κι εδώ η συνεισφορά του βιβλίου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» ως κριτηρίου διεύρυνσης και εμβάθυνσης του εαυτού μας, ανάπτυξης της ιστορικής μας συνείδησης και του πατριωτικού καθήκοντος, είναι σημαντική. Μέσα απ αυτήν την προοπτική ο πατριωτισμός δεν αντιβαίνει την ηθική, είναι θα έλεγα μια κεντρική ηθική αρετή. Ο πυρήνας της ηθικότητάς της παρέχει ένα ισχυρό κίνητρο για να ενεργεί κανείς ηθικά, στον αντίποδα μιας ανταγωνιστικής, κατανόησης που αδυνατεί να παρέξει ένα κίνητρο κάθε φορά που δεν γίνεται συσχέτιση με το αμοιβαίο συμφέρον. Ο σύγχρονος πατριωτισμός επιτάσσει συμπαράταξη, όχι στο status quo μιας εξουσίας, αλλά στο έθνος αντιληπτό ως σχέδιο που διαμορφώνει τις πολιτισμικές και αναπτυξιακές συνθήκες για μια κοινωνία αντάξια των προσδοκιών των πολιτών της και της ιστορίας της.
Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας στο συγγραφέα Σωκράτη Σίσκο για το έργο που παρέδωσε «κτήμα ες αεί» σε εμάς και στις νεότερες γενιές που πρέπει να εντρυφήσουν σ αυτό για να αντλήσουν νοήματα ζωής, σε καιρούς που επιβάλλουν άλλες προτεραιότητες και στοχοθεσία στο συλλογικό μας βίο. Μέσα από τον αφηγηματικό του πλούτο γεννιούνται στοχασμοί ευρύτεροι από το ιστορικό πλαίσιο που αναφέρεται και μας υποδεικνύει ένα κριτικό και ορθολογιστικό πατριωτισμό. Μας υπενθυμίζει μια διαπίστωση του αείμνηστου φιλοσόφου, του Θεόφιλου Βέικου πως «πράξεις που δίνουν έκφραση και νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία, δηλ. στον κόσμο, την εποχή και τον πολιτισμό που εμφανίζονται, δεν αναπτύσσονται σε πολιτιστικά χέρσα εδάφη και σε καιρούς ιδεολογικά στείρους».
Ευχές στον συγγραφέα για τη συνέχεια της ιστορικής έρευνας και της μυθιστορηματικής δουλειάς του.
Καλοτάξιδο και με επιτυχίες το βιβλίο.
Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες θα απολαύσουν την επιδέξια ιστορική και αφηγηματική γραφίδα του κ. Σίσκου.
Σας εύχομαι να το απολαύσετε και εσείς. Η δραματικότητα και η αποφασιστικότητα των μεγάλων στιγμών στο Μανιάκι, όπως αποτυπώνεται και από τον συγγραφέα, στέλνει μηνύματα σε όλους μας
Για την καταγραφή των γεγονότων της εποχής, και ειδικότερα των συμβάντων που σχετίζονται με την οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά, ο συγγραφέας επιλέγει την αφηγηματική προσέγγιση. Η ειδολογική επιλογή της γραφής προσδίδει εξ αρχής στο εγχείρημα μια διαθεματική διάσταση. Αντί να ακολουθηθεί η συνεκτική και διατεταγμένη αναπαράσταση των γεγονότων, ή των εξελίξεων, σε αυστηρή χρονική ακολουθία, όπως επιβάλλει η ιστοριογραφική μεθοδολογία, με τη μυθιστορηματική ανάπλαση παρέχεται η ευελιξία της μη γραμμικής παράθεσης των γεγονότων ενταγμένης στη λογική της αφήγησης. Έτσι οι ιστορικές επεξηγήσεις που είναι ρητορικές και ποιητικές από τη φύση τους, όπως μας υπενθυμίζει ο καθηγητής Hayden White φιλόσοφος της ιστορίας στο παν/μιο της California στην Santa Cruz, γίνονται ένα γοητευτικό ανάγνωσμα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο ίδιος Αμερικανός θεωρητικός, διαπιστώνει πως οι ιστορικοί χρησιμοποιούν την «ιστορική φαντασία» όταν απεικονίζουν το παρελθόν. Με άλλα λόγια, ο ιστορικός βασίζεται στις στρατηγικές αφήγησης ενός λογοτέχνη.
Από μόνη της η διαπίστωση αυτή νομιμοποιεί το εγχείρημα του συγγραφέα του βιβλίου, που έχουμε την τιμή να παρουσιάσουμε, για μια ιστορική καταγραφή με μορφή αφηγηματικής πρόζας που μορφοποιείται με λογοτεχνικές συμβάσεις και τη φαντασία του ιστορικού. Για να τεκμηριώσει όμως τον ιστοριογραφικό πυρήνα του έργου του, ο Σωκράτης Σίσκος παραθέτει ένα εκτεταμένο Παράρτημα, που καταλαμβάνει το δεύτερο μισό σχεδόν του βιβλίου, με πλούσιο πραγματολογικό υλικό, επεξηγήσεις, σχόλια, ελεύθερες κρίσεις, αναλύσεις και συσχετίσεις.
Για όσους επαγγελματίες της ιστοριογραφίας αντιμετωπίσουν με συγκατάβαση το έργου του συγγραφέα, κυρίως λόγω του είδους γραφής που επιλέχθηκε, υπενθυμίζω πως στη βιβλιογραφία έχουμε σημαντικούς ιστορικούς όπως οι Michelet, Ranke, Tocqueville, Bruckhardt και φιλοσόφους της ιστορίας όπως οι Hegel, Marx, Nietzsche, Groce που υιοθέτησαν την αφηγηματική μορφή.
Εξάλλου η αφηγηματική γραφή αμφισβητεί τον ισχυρισμό της ιστορικής αλήθειας και την αντικειμενικότητα της ιστορικής εργασίας., κρυμμένης δογματικά πολλές φορές πίσω από την αυθεντία του ειδικού.
Τα επινοημένα παρά ανακαλυπτόμενα επεισόδια της ιστορικής μυθιστοριογραφίας εκκινούν από εμπειρικά, επικυρωμένα γεγονότα ή συμβάντα, αλλά απαιτούν φανταστικά βήματα για να τοποθετηθούν σε μια συνεκτική ιστορία. Αντιπροσωπεύουν επιπλέον μόνο μια επιλογή ιστορικών συμβάντων. Στην περίπτωση του βιβλίου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» την πραγματολογική υποστήριξη της αφηγηματικής στρατηγικής αναλαμβάνει και το σύστοιχο ιστορικό υλικό του Παραρτήματος.
Συχνά προβάλλεται η θέση πως η πρόθεση για αντικειμενική αναπαράσταση του παρελθόντος οδηγείται σε αποτυχία, καθώς η ερμηνευτική αφήγηση αναφέρεται σε ρητορικές, μεταφορικές και ιδεολογικές επεξηγήσεις. Νομίζω πως αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από τη συζήτηση πουν προκάλεσε, πρόσφατα, ιστορική σειρά τηλεοπτικού σταθμού. Αυτό που κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζει συχνά την αδυναμία συγκρότησης ενός πειστικού ιστορικού εγχειρήματος, είναι πως οι αφηγήσεις εξηγούν γιατί τα πράγματα συνέβησαν, αλλά είναι επικαθορισμένες από τις υποθέσεις των ιστορικών ως προς τις δυνάμεις που επηρεάζουν τη φύση της αιτιότητας, όπως στοιχεία φυλής, φύλων, τάξης, πολιτικών συμπτώσεων, πολιτικών διενέξεων κλπ.
Στην περίπτωση του βιβλίου του Σωκράτη Σϊσκου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες. Δεν πρόκειται για μια ιστορική πραγματεία, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά για μια «αφηγηματική και μυθιστορηματική θεώρηση των ιστορικά εξακριβωμένων και τεκμηριωμένων γεγονότων από το Γιαννάκη Παπά, τον έναν από τους τρεις γιους του Εμμανουήλ Παπά που έπεσε πολεμώντας στη Νότια Ελλάδα, στη μάχη στο Μανιάκι», μαζί με τον Παπαφλέσα και τους συναγωνιστές του. Εκτός από την αναμφισβήτητη διδακτική αξία, με την παράθεση καταστάσεων που συνήθως αποκρύπτονται στα σχολικά ιστορικά εγχειρίδια, το έργο του Σωκράτη Σίσκου συμβάλλει και στην αποκατάσταση εσφαλμένων αντιλήψεων που έχουν επικρατήσει στην ιστορική έρευνα. Πρόκειται εντέλει για μια εποικοδομητική, και με την παιδαγωγική έννοια του όρου, προσέγγιση της ιστοριογραφίας. Καθώς η ιστορία είναι ένα αμφίβολο και δύσκολο θέμα, μοιάζει με την Καντιανή έννοια:
το πράγμα καθευατό είναι απρόσιτο, αλλά το φαινόμενο μπορεί να προσληφθεί μέσω των δομών της σκέψης.
Ο αναγνώστης, χάρη στην αφηγηματική λειτουργία, συνδιαλέγεται με το κείμενο, χωρίς να υποπίπτει στη συγκινησιακή πλάνη. Έτσι η ιστορία παρουσιάζεται όχι ως διακριτή οντότητα, αλλά ως πεδίο δράσης. Το σημαντικό με το βιβλίο που παρουσιάζουμε είναι πως δεν αναφέρεται αναλυτικά στους ενδιάθετους μηχανισμούς, ιδεολογικούς και οικονομικούς, αλλά εισάγει την ίδια τη διάσταση του πατριωτικού καθήκοντος.
Επειδή η αξία ενός βιβλίου δεν κρίνεται μόνο από τον πλούτο των πληροφοριών που κομίζει ή των συναισθημάτων που διεγείρει στον αναγνώστη, αλλά κυρίως από τον προβληματισμό που αναπτύσσει, επιτρέψετε μου, με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου, να καταθέσω σύντομα κάποιες σκέψεις πάνω σ αυτό που μπορεί να αποτελέσει μια επικαιροποιημένη εκδοχή αυτού που αναδεικνύεται ως αντίληψη του πατριωτικού καθήκοντος.
Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι μια αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων, αυτοθυσίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, πολιτιστικής και θρησκευτικής αναγέννησης, ισχυρών συναισθημάτων και κινημάτων αλληλεγγύης, που αναπτύχθηκαν μέσα και έξω απ την Ελλάδα, αλλά και μια περίοδος έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και αναταραχών, κοινωνικής δυσαρέσκειας, εμφύλιας διαμάχης και φατριαστικών παθών. Μέσα σ αυτό τον πυρετό του απελευθερωτικού αγώνα, στο συρφετό των αντιθέσεων, κινητήρια δύναμη παραμένουν οι υψιπετείς ιδέες, η ελπίδα για μια δημοκρατική και ελεύθερη Ελλάδα, και στους κατατρεγμένους η κρυφή ελπίδα για ριζική αλλαγή στη ζωή τους.
Ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους διανοητές της φιλοσοφίας της ηθικής και της πολιτικής ο Mac Intyre στο έργο του “After Virtue” «Μετά την Αρετή» υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι και οι πράξεις τους πρέπει να γίνουν κατανοητοί και να εκτιμηθούν από την άποψη της κοινότητας στην οποία ανήκουν, με όρους ταυτότητας και ρόλων που η κοινότητα τους παρέχει. Είμαστε, με άλλα λόγια, φορείς μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας. Στις Κοινότητες των Ελλήνων, αυτές που διαμόρφωσαν την επαναστατική συνείδηση και μέσα σ’ένα περιβάλλον μορφωτικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό σφυρηλάτησαν τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν οι εξεγερμένοι, ο καθένας είχε το μερίδιο της ευθύνης του και τον ρόλο που του αναλογούσε. Για τον Εμμανουήλ Παπά και την οικογένειά του, η εύπορη οικονομική κατάσταση, δεν εξασφάλιζε προνομιακή θέση, αλλά δημιουργούσε μεγαλύτερες ευθύνες. Η επιταγή του πατριωτικού καθήκοντος ήταν ο ισχυρός δεσμός με την Κοινότητα, με το έθνος.
Η έννοια του πατριωτισμού και του πατριωτικού καθήκοντος θεωρήθηκε ξεπερασμένη και αγνοήθηκε επιδεικτικά από τους σύγχρονους θεωρητικούς. Μόλις στη δεκαετία του 80’ άρχισε να ενδιαφέρει τους ειδικούς της ηθικής φιλοσοφίας και των πολιτικών επιστημών κι αυτό ως αντίδραση στην ευρεία επίδραση που άσκησε η φιλελεύθερη πολιτική θεωρία, όπως εκφράστηκε αντιπροσωπευτικά στο έργο του John Rawls “Theory of justice” ««Θεωρία του Δικαίου». Η δραματική εμφάνιση των εθνικισμών σε πολλές περιοχές έθεσε μια πρόκληση στη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία. Ο πατριωτισμός ως φυσική και ηθικά νομιμοποιημένη έκφραση της προσκόλλησης στη μητέρα πατρίδα συνιστά ένα επιπλέον διακριτό ταυτοποιητικό στοιχείο. Αντανακλά την ηθική μιας συγκεκριμένης κοινότητας, ενώ οι ηθικοί κανόνες και αξίες είναι κατανοητοί στο συγκείμενο μιας κοινωνίας.
Οι σύγχρονοι στοχαστές της πολιτικής θεωρίας εκτιμούν ότι η έννοια του πατριωτισμού, ορισμένη με όρους «αγάπης», «ταύτισης» προς την πατρίδα, μπορεί να ήταν λειτουργική στο κλίμα του ρομαντισμού και του παραδοσιακού εθνικισμού του 17ου και 18ου αιώνα, αλλά είναι ασαφείς στο περικείμενο των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Μια σύγχρονη, ικανοποιητική εκδοχή του πατριωτισμού ανατρέχει στις ψυχολογικές και πολιτικές του χρήσεις, με κίνητρα εσωτερικά και μια στάση που συντάσσεται με τις αξίες και τις αρχές της χώρας, την ιστορία της και τις προσδοκίες της. Έτσι νομιμοποιούνται και οι πολιτικές απόψεις από τη σκοπιά του πατριωτισμού σε διάφορα θέματα.
Αν δεν κατανοώ μια θεσπισμένη αφήγηση της προσωπικής μου ζωής ως αναπόσπαστα συνδεδεμένης με την ιστορία της χώρας, τότε δεν κατανοώ τι οφείλω στους άλλους και τι οι άλλοι οφείλουν σε μένα, για ποια λάθη ή εγκλήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να αποκαταστήσω, για ποια πλεονεκτήματα της χώρας μου είμαι δεσμευμένος να εκφράσω ευγνωμοσύνη ή να κινητοποιηθώ για να τα εμπλουτίσω. Κι εδώ η συνεισφορά του βιβλίου «Ο γιος του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ στο Μανιάκι» ως κριτηρίου διεύρυνσης και εμβάθυνσης του εαυτού μας, ανάπτυξης της ιστορικής μας συνείδησης και του πατριωτικού καθήκοντος, είναι σημαντική. Μέσα απ αυτήν την προοπτική ο πατριωτισμός δεν αντιβαίνει την ηθική, είναι θα έλεγα μια κεντρική ηθική αρετή. Ο πυρήνας της ηθικότητάς της παρέχει ένα ισχυρό κίνητρο για να ενεργεί κανείς ηθικά, στον αντίποδα μιας ανταγωνιστικής, κατανόησης που αδυνατεί να παρέξει ένα κίνητρο κάθε φορά που δεν γίνεται συσχέτιση με το αμοιβαίο συμφέρον. Ο σύγχρονος πατριωτισμός επιτάσσει συμπαράταξη, όχι στο status quo μιας εξουσίας, αλλά στο έθνος αντιληπτό ως σχέδιο που διαμορφώνει τις πολιτισμικές και αναπτυξιακές συνθήκες για μια κοινωνία αντάξια των προσδοκιών των πολιτών της και της ιστορίας της.
Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας στο συγγραφέα Σωκράτη Σίσκο για το έργο που παρέδωσε «κτήμα ες αεί» σε εμάς και στις νεότερες γενιές που πρέπει να εντρυφήσουν σ αυτό για να αντλήσουν νοήματα ζωής, σε καιρούς που επιβάλλουν άλλες προτεραιότητες και στοχοθεσία στο συλλογικό μας βίο. Μέσα από τον αφηγηματικό του πλούτο γεννιούνται στοχασμοί ευρύτεροι από το ιστορικό πλαίσιο που αναφέρεται και μας υποδεικνύει ένα κριτικό και ορθολογιστικό πατριωτισμό. Μας υπενθυμίζει μια διαπίστωση του αείμνηστου φιλοσόφου, του Θεόφιλου Βέικου πως «πράξεις που δίνουν έκφραση και νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία, δηλ. στον κόσμο, την εποχή και τον πολιτισμό που εμφανίζονται, δεν αναπτύσσονται σε πολιτιστικά χέρσα εδάφη και σε καιρούς ιδεολογικά στείρους».
Ευχές στον συγγραφέα για τη συνέχεια της ιστορικής έρευνας και της μυθιστορηματικής δουλειάς του.
Καλοτάξιδο και με επιτυχίες το βιβλίο.
Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες θα απολαύσουν την επιδέξια ιστορική και αφηγηματική γραφίδα του κ. Σίσκου.
Σας εύχομαι να το απολαύσετε και εσείς. Η δραματικότητα και η αποφασιστικότητα των μεγάλων στιγμών στο Μανιάκι, όπως αποτυπώνεται και από τον συγγραφέα, στέλνει μηνύματα σε όλους μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου