Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

To σχέδιο 18+18 (Στράτευση στα 18-Θητεια 18 μηνών)

Πέμπτη, 17 Ιουνίου 2010

http://www.enkripto.com/2010/06/to-1818-18-18.html

Του Μάνου Μαστοράκου*

Συνοπτική εξέταση μιας ορθολογικής προτάσεως για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων επανδρώσεως κι εκπαιδεύσεως που ταλανίζουν τον Ελληνικό Στρατό, εξαιτίας της μικροπολιτικής νοοτροπίας της πολιτικής ηγεσίας.

Στις 2 Φεβρουαρίου 2010 ο πρωθυπουργός σε διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό ανεκοίνωσε μία σειρά επώδυνων οικονομικών μέτρων στα πλαίσια του προγράμματος σταθερότητος. Υποτίθεται, και σε αυτό συμφωνεί και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολιτεύσεως, ότι η χώρα αντιμετωπίζει οικτρή οικονομική κατάσταση και ως εκ τούτου χρειάζονται τολμηρά και εν πολλοίς σκληρά μέτρα σε όλους τους τομείς, για να αποφευχθεί μία πιθανολογουμένη πτώχευση.
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε προσέγγιση σε μία πλευρά του οικονομικού ζητήματος της λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων, προτείνοντας μία σημαντική περικοπή δαπανών αλλά ταυτοχρόνως και εξάλειψη του χρονίου προβλήματος υποεπανδρώσεως των μονάδων, που έχει άμεσο αντίκτυπο στην αδυναμία εκτελέσεως της αποστολής τους.

Το 2005 ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων Ενόπλων Δυνάμεων είχε καταρτίσει μία μελέτη για την Μεγάλη Στρατηγική Αναδιάταξη, εξετάζοντας τον επιχειρησιακό ρόλο των εφέδρων σε περίοδο ειρήνης και πολέμου (συντακτική ομάδα ο Δημ. Δήμου Αντιστράτηγος ε.α, ο έφεδρος Ταγματάρχης και Πρόεδρος του Συνδέσμου Αλ. Κόντος και ο εφέδρος Ανθυπολοχαγός Εμ. Μαστοράκος). Ένα από τα κύρια θέματα της μελέτης ήταν το κατά πόσον είναι λειτουργικός ο θεσμός των ΕΠΟΠ στην σχέση κόστους/αποτελέσματος.

Είναι γεγονός, ότι ο θεσμός αυτός όπως και των ΕΜΘ, των ΕΦΥΕΣ, των ΟΒΑ κλπ., δεν ήταν παρά απεγνωσμένες, βεβιασμένες και εν τέλει αναποτελεσματικές απόπειρες να διατηρηθεί το αξιόμαχον του στρατεύματος, ύστερα από τις ακατανόητες μειώσεις της στρατιωτικής θητείας. Επίσης, και εδώ προφανώς υπάρχει και η μερική ευθύνη των στελεχών, έγινε προσπάθεια αντιγραφής του αμερικανικού υποδείγματος, που έχει καθιερώσει εδώ και δεκαετίες τον πλήρως επαγγελματικό στρατό. Η σχετική ευθύνη εντοπίζεται στο γεγονός ότι έγινε κατάχρηση της ανάγκης όντως υπάρξεως επαγγελματιών για χειρισμό διαφόρων περιπλόκων οπλικών συστημάτων, με πρόσληψη ΕΠΟΠ για καθήκοντα ακόμα και τυφεκιοφόρων, πολυβολητών, ολμιστών, οδηγών κ.ο.κ., ενθαρρύνοντας έτσι την εκάστοτε πολιτική ηγεσία στο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της επανδρώσεως των μονάδων με νέες προσλήψεις και πρόβλεψη οροφής 40.000 ΕΠΟΠ. Βεβαίως, ούτε η λειτουργία του τυφεκίου, του πολυβόλου ή του όλμου έχουν διαφοροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό από τα χρησιμοποιούμενα όπλα τουλάχιστον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να μιλά κανείς για κάποιο τεχνολογικό χάσμα που απαιτεί επαγγελματία οπλίτη. Τότε, ο απλός στρατεύσιμος είτε ήταν ορεσίβιος, είτε αγρότης στα πεδινά, είτε υπάλληλος στην πόλη, ανταποκρίθηκε πλήρως στα καθήκοντά του για να περιορισθούμε μόνο στον Ελληνικό Στρατό. Το ίδιο επιβάλλεται να γίνει και σήμερα εάν υπάρξουν δύο βασικοί παράγοντες: επαρκής χρόνος εκπαιδεύσεως και επαρκές προσωπικό.

Η απαράδεκτη μικροκομματική αντίληψη ώθησε χρόνια τώρα σε αλλεπάλληλες μειώσεις της θητείας, θεωρώντας αυτό το μέτρο ως δήθεν κοινωνική παροχή και ευελπιστώντας στην προσπόριση ψήφων. Όποιος, ωστόσο, έχει στοιχειωδώς εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του, γνωρίζει άριστα ότι κανένας στρατιώτης δεν άλλαξε την πρόθεση ψήφου του από μία προγραμματιζομένη μείωση της θητείας. Η πρόθεση ψήφου βασίζεται σε οικογενειακή παράδοση για τους περισσοτέρους ή σε ατομική πολιτική -φιλοσοφική θέση για κάποιους άλλους κι’ όχι στην περικοπή κάποιων μηνών της θητείας.

Η παρουσίαση της μειώσεως της θητείας ως κοινωνικού μέτρου έχει τελικά εμπεδώσει στην κοινή γνώμη αλλά και ειδικότερα στους νέους, ότι η εκτέλεση της θητείας αποτελεί μία επαχθή κατάσταση, την οποία η ίδια η Πολιτεία προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει. Έτσι, ο καθένας αποβλέπει στην εξασφάλιση μίας αναβολής εν αναμονή μίας εισέτι μικροτέρας θητείας στο μέλλον.
Το παράδοξο σε αυτήν την κατάσταση είναι, ότι πέρα από την προσωρινή «ανακούφιση» για την μείωση της θητείας, αυτή η ίδια κοινή γνώμη αισθάνεται ανησυχία από την διαπιστουμένη υποσυνείδητα ουσιαστική έλλειψη ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων, την οποία μεταφέρουν στα σπίτια τους οι ίδιοι «ευεργετούμενοι» στρατεύσιμοι καθώς αντιλαμβάνονται την πενιχρή εκπαίδευσή τους και βλέπουν τα στρατόπεδά τους άδεια από προσωπικό.
Αυτό είναι ένα ακόμη τυπικό δείγμα της νεοελληνικής παρανοίας που μαστίζει την κοινωνία μας αφού καλοδέχεται ένα μέτρο και την ίδια στιγμή διαπιστώνει έντρομη τις συνέπειές του. Την ευθύνη όμως φέρει ακεραία η εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία εν γνώσει της αποδυναμώνει το στράτευμα αλλά σε περιπτώσεις κρίσεων όπως π.χ. στα Ίμια, βλέποντας την αδυναμία αντιδράσεως για την οποία η ίδια και η προηγουμένη κυβέρνηση ευθύνονται, προφασίζεται την ανετοιμότητα του στρατεύματος, λες κι’ αυτό ενεργεί αυτοβούλως κι’ όχι αυστηρά βάσει των κυβερνητικών οδηγιών.

Τελικά, αυτοί που αναλαμβάνουν την κρίσιμη θέση του υπουργού Εθνικής Αμύνης έχουν καμμία σχέση με το αντικείμενο ή απλώς θεωρούν ότι αυτή αποτελεί κυβερνητικό αξίωμα χωρίς πολιτική φθορά, προσποριζόμενοι παράλληλα για την προσωπική τους ματαιοδοξία όλες εκείνες τις τιμές που προβλέπει το στρατιωτικό πρωτόκολλο; Τουλάχιστον, γιατί δεν προσπαθούν να αντιληφθούν όχι τεχνολογικές λεπτομέρειες αλλά τις βασικές αρχές και απαιτήσεις του χώρου αυτού, που είναι θεμελιώδες εργαλείο ασκήσεως της εξωτερικής πολιτικής;

Η μη στράτευση στα 18, όπως ακριβώς συμβαίνει στο άλλο Ελληνικό κράτος, στην Κύπρο, δημιουργεί αυτό το ρεύμα των αναβολών ούτως ώστε να μην εισέρχεται στο στράτευμα παρά ένα μονάχα κλάσμα της ετησίας κλάσεως. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία προ δεκαετίας για την κλάση του 1999, όπως δημοσιεύθηκαν στην Λευκή Βίβλο του ΥΠΕΘΑ το έτος 2000:
Από 77.459 κληθέντες προς κατάταξη κατετάγησαν μονάχα 26.981 (!) ήτοι το 34,84%.
Οι διαρροές ήσαν οι εξής:
Αναβολές λόγω σπουδών: 20.146, ποσοστό 26%.
Αναβολές λόγω υγείας & υπηρετούντος αδελφού: 3.017, ποσοστό 3,9%.
Μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού: 2.915, ποσοστό 3,76%.
Συμμετοχή σε Πανελλήνιες Εξετάσεις: 6.320, ποσοστό 8,16%.
Μέσες Τεχν. Σχολές -ΙΕΚ κ.λπ.: 12.421, ποσοστό 16,03%.
Ακατάλληλοι Ι5: 1.182, ποσοστό 1,53%.
Αναζητούμενοι-Ανυπότακτοι: 2.107, ποσοστό 2,72%.
Άλλες κατηγορίες: 2.370, ποσοστό 3,06%.
Από την παραπάνω στατιστική διαπιστώνουμε ότι οι πραγματικά δικαιολογούμενες διαρροές ανέρχονται, στρογγυλοποιημένα, σε 10% περίπου από αναβολές λόγω υγείας (3,9%), ακαταλληλότητος (1,53%) και άλλων κατηγοριών (3,06%). Όσον αφορά στους μονίμους κατοίκους εξωτερικού, ας γνωρίζουν ότι η απόκτηση ελληνικής υπηκοότητος δεν δίνει μόνον δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Τούτο γιατί σαφώς δίδεται η δυνατότητα εγγραφής άνευ εξετάσεων σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ, καθώς και η απόκτηση ενός διαβατηρίου της ΕΕ γι’ αυτούς τουλάχιστον που κατοικούν στις ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και αλλαχού, συν τα όποια άλλα ευεργετήματα αλλά δεν πρέπει να λησμονείται η υποχρέωση της στρατεύσεως για την υπεράσπιση της χώρας. Συνεπώς, σε μία ευνομούμενη Δημοκρατία, η απόκτηση της ιθαγενείας και των όποιων ευεργετημάτων της θα υπέχει και την υποχρέωση στρατεύσεως την προβλεπομένη χρονική περίοδο, διαφορετικά θα πρέπει να οδηγεί στην απώλεια της ιθαγενείας.
Οι υπόλοιπες κατηγορίες (αναβολές λόγω σπουδών, ανυπότακτοι κ.λπ.) εξαλείφονται στην περίπτωση που θεσμοθετηθεί στράτευση στα 18.

Στράτευση στα 18


Εδώ και πάλι είναι ακεραία η ευθύνη των πολιτικών κομμάτων, των οποίων οι νεολαίες, ανύπαρκτες επί της ουσίας αλλά καλολαδωμένες για διεκδίκηση κλαδικών πια δικαιωμάτων, αρθρώνουν μία μονολιθική άρνηση στο μέτρο στρατεύσεως στα 18. Αγνοούν χάριν πολιτικών δοξασιών, που υποκρύπτουν μόνο την διάθεση για 4ετή τεμπελιά και καλοπέραση, όπως έχουν ταυτιστεί οι σπουδές στο μυαλό των υποψηφίων φοιτητών, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα για την ακεραιότητά της. Μέσα στην παραζάλη του φοιτητικού ξεσαλώματος, ει δυνατόν μακριά από το σπίτι (!), αδυνατούν να αντιληφθούν πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους εαυτούς τους, ότι ο νέος εκπληρώνοντας πρώτα την θητεία του κι’ ολοκληρώνοντας κατόπιν τις σπουδές του, στα 22-23 χρόνια του, είναι έτοιμος να αποκατασταθεί επαγγελματικά και όχι όπως σήμερα μετά τις σπουδές, στην ίδια ηλικία βαριεστημένος και νωχελικός, να έχει επιπλέον το βάρος της θητείας αναβάλλοντας για το μέλλον την επαγγελματική του τακτοποίηση.

Ο γράφων, κατά την διάρκεια των σπουδών του, είχε φίλους φοιτητές Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι είχαν τελειώσει 24μηνη στρατιωτική θητεία αφού προηγουμένως είχαν κατοχυρώσει, με εξετάσεις όπως και στην Ελλάδα, τις θέσεις τους στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όταν δε ο γράφων και όλοι οι υπόλοιποι Ελλαδίτες, ως πτυχιούχοι πλέον πήραμε την οδό για τα Κέντρα Εκπαιδεύσεως για μία θητεία επίσης 24 ή 28 μηνών για τους Δοκίμους, αυτοί επέστρεφαν στην Μεγαλόνησο, βρίσκοντας σύντομα απασχόληση ενώ εξίσου σύντομα κάποιοι από αυτούς παντρεύθηκαν, τακτοποιώντας συνολικά την ζωή τους. Τότε, πολλοί κατάλαβαν την αξία του ευεργετικού αυτού μέτρου που ισχύει στην Κύπρο.

Όταν είναι κάποιος σε ηλικία 18 ετών είναι ακόμη γεμάτος ενέργεια και ζωτικότητα από την περίοδο της εφηβείας. Διψάει, ακόμη για ιδεαλισμό, για να δώσει περιεχόμενο και προοπτική στην ζωή του, επομένως με μία σωστή διάπλαση από τα στελέχη, θα αποδώσει με ανάλογη διάθεση κι’ ενδιαφέρον. Στα 23 ή 24 χρόνια του, όταν έχει μεσολαβήσει σειρά ετών σωματικής μαλθακότητος και λοιπών παρακμιακών συνηθειών, με τον ιδεαλισμό του σκοτωμένο από τις κομματικές μυλόπετρες του εθνομηδενισμού και της απαξίας που κυριαρχούν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, του είναι πολύ δύσκολο να μεταπέσει σε ένα κλίμα εγρηγόρσεως κι’ εντατικών ρυθμών. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που όλοι βλέπουν την θητεία σαν αγγαρεία. Αυτός επίσης είναι και ο βασικός λόγος που οι γνωστοί κύκλοι θέλουν την στράτευση μετά τις σπουδές, προκειμένου να απαξιώνεται στα μάτια των νέων εσαεί η θητεία, μέχρι την επιθυμητή οριστική κατάργησή της.

Βεβαίως, σε μία υγιή Πολιτεία σημασία δεν έχει τι λένε οι πολιτικές νεολαίες. Αν δεν κάνουμε λάθος, ο λαός ψηφίζει πολιτικούς ηγέτες με μία άλφα ηλικία κι’ όχι μειράκια που έχουν μάθει απέξω κι’ επαναλαμβάνουν σαν κασσέτα πολιτικά τσιτάτα. Από την αρχαία εποχή έως σήμερα, τις τύχες ενός έθνους καθορίζουν οι μεγαλύτεροι ηλικιακά, που διαθέτουν την πείρα της ζωής αλλά και την γνώση για να χαράξουν τις συντεταγμένες. Στην Δημοκρατία μας όμως, τα παιδάκια, που οργανώνουν όλον τον χρόνο πάρτι σε κλαμπ κι’ εξορμήσεις στην Μύκονο, πετάγονται σαν υστερικά κάθε φορά που έρχεται εκ των πραγμάτων δειλά το θέμα της στρατεύσεως στα 18. Εκεί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία αμέσως οπισθοχωρεί για να μην διαταραχθεί δήθεν η ηρεμία στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε αυτούς τους ναούς του ελληνικού πνεύματος. Εδώ υπάρχει τάχα η ευαισθησία και η ανησυχία; Σε ποιά χώρα του κόσμου αν όχι εδώ, διαφυλάσσεται ως κόρην οφθαλμού η παγκόσμια πρωτοτυπία του πανεπιστημιακού ασύλου με την οποία καλύπτονται οι συμμορίες των καταστροφέων που ρημάζουν τις Σχολές συστηματικά χρόνια τώρα; Σε ποιά χώρα του κόσμου καθιερώθηκε η επιλογή καθηγητών και πρυτάνεων και από τους φοιτητές, διαβρώνοντας έτσι κάθε έννοια αξιοκρατίας και μετατρέποντας τον πανεπιστημιακό χώρο σε χώρο υπόγειων ανταποδοτικών συναλλαγών μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων; Για να μην επεκταθούμε άλλο, όλα λειτουργούν θαυμάσια στα τριτοκοσμικά εκπαιδευτικά μας ιδρύματα και η στράτευση στα 18 θα προκαλούσε αναστάτωση;

Το άλλο θέμα που μπορεί να προκύψει, είναι μήπως μία στράτευση στα 18 στερήσει την δυνατότητα σπουδών από έναν νέο. Κατ’ αρχήν, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω και όπως ισχύει στην Κύπρο, κάποιος μπορεί να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις και αφού εξασφαλίσει την θέση του σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ, να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και να αρχίσει τις σπουδές του κατόπιν. Το εάν θα μπορέσει να εισαχθεί κάπου με την πρώτη φορά ή θα χρειασθεί να δώσει και τον επόμενο χρόνο δεν ευσταθεί ως επιχείρημα διότι με 11.000 μόρια που απαιτούνται από κάποιες Σχολές ακόμη και οι εντελώς μέτριοι μαθητές, αυτοί που κάποτε ούτε που θα διενοούντο την είσοδό τους σε κάποιο εκπαιδευτικό Ίδρυμα, έχουν πολλές πιθανότητες να τα καταφέρουν. Σήμερα πια, με την ελαστικότητα που υπάρχει, μονάχα κάποιος που δεν θέλει δεν μπαίνει σε μια Σχολή.

Τέλος, το πολυσυζητημένο θέμα της υπογεννητικότητος είναι προφάσεις εν αμαρτίαις γιατί είναι απαράδεκτο για έναν λαό σχεδόν 11.000.000 να μην μπορεί να διατηρεί ένα επαρκές σε μέγεθος κι’ αξιόμαχο στράτευμα. Το Ισραήλ π.χ. με το 1/3 του πληθυσμού της Ελλάδος συντηρεί μία πανίσχυρη πολεμική μηχανή. Ξέχωρα βεβαίως από τις ιδιαιτερότητες αυτού του κράτους καθώς και τις οικονομικές δυνάμεις που το στηρίζουν, η θητεία είναι 36 μήνες για τους άνδρες και 12 μήνες για τις γυναίκες και φυσικά δεν τίθεται προς συζήτηση με τις πολιτικές νεολαίες ούτε κι’ αμφισβητείται η αναγκαιότητά της, διότι υπάρχει η εθνική ανάγκη της επιβιώσεως λόγω υπαρκτών κινδύνων. Ανάλογοι κίνδυνοι υπάρχουν και για την Ελλάδα μόνο που η πολιτική τύφλωση και ο μικροκομματισμός ροκανίζουν τα θεμέλια της χώρας.

Κατάσταση με το ισχύον σύστημα


Ας δούμε λοιπόν με τα διατιθέμενα, κατά προσέγγιση, στοιχεία και με την αριθμητική διάστασή του την θεώρηση και αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ισχύουσα σήμερα οροφή του στρατεύματος στον Στρατό Ξηράς έχει ορισθεί στις 93.500 άνδρες. Αυτήν την στιγμή σύμφωνα με τα δημοσιοποιούμενα στοιχεία και την αναλυτική κατάσταση για τα μόνιμα στελέχη, τουλάχιστον από την Λευκή Βίβλο του 2000, υποτίθεται ότι διατίθενται:
Αξιωματικοί 11.000.
Ανθυπ.-Υπαξ. 6.700.
ΕΠΟΠ 17.500.
ΕΜΘ 5.000 (εκτίμηση)
Σπουδαστές Στρατιωτικών Σχολών 3.200
Στρατεύσιμοι 40.000
Σύνολον 83.400
Αμέσως λοιπόν, διαπιστώνεται μία έλλειψη 10.000 ανδρών εάν υπολογίσουμε μία θητεία 12 μηνών. Η περικοπή της θητείας στους 9 μήνες διογκώνει ακόμη περισσότερο αυτήν την έλλειψη, η οποία μεγενθύνεται επιπλέον εάν υπολογισθεί η δικαιολογημένη απαίτηση των επιτελών για αύξηση του Στρατού Ξηράς σε 103.500 άνδρες. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον και αυτά τα στοιχεία είναι ακριβή. Ο αριθμός εν προκειμένω των στρατευσίμων μάλλον είναι παραφουσκωμένος, όταν είναι διαπιστωμένο ότι μόνο το 35% από κάθε κλάση κατατάσσεται. Επομένως, το 2010 από 57.000 προς κατάταξη μονάχα περί οι 20.000 λογικά θα καταταγούν. Αν υποθέσουμε ότι κατατάσσονται και οι εξ αναβολής που έχουν περατώσει τις σπουδές τους, και πάλι ο αριθμός των 40.000 είναι αισιόδοξος γιατί η προσέλευση των στρατευσίμων αυτής της κατηγορίας είναι ακανόνιστη, ανάλογα με τον χρόνο αποφοιτήσεως αλλά και γιατί αρκετοί ή συνεχίζουν με μεταπτυχιακά στο εξωτερικό ή με διάφορα τεχνάσματα μεταπίπτουν στην κατηγορία των ανυποτάκτων, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας. Επομένως τα στοιχεία που δίδονται στην δημοσιότητα από το ΥΠΕΘΑ ελέγχονται ως αναληθή και η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη από πλευράς προσωπικού.

Η λύση και το κόστος των ΕΠΟΠ


Έχουμε λοιπόν δύο αντίρροπες τάσεις, την μία με την περαιτέρω μείωση της θητείας άρα και των στρατευσίμων και την άλλη με την απαίτηση για αύξηση της δυνάμεως. Πώς θα γεφυρωθεί το χάσμα; Η εύκολη απάντηση είναι, βεβαίως, πρόσληψη και άλλων ΕΠΟΠ. Αυτό ωστόσο μέχρι χθες, διότι οι νέες κυβερνητικές εξαγγελίες επιβάλλουν πάγωμα των προσλήψεων στον Δημόσιο τομέα, επομένως και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Οπότε το πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει. Πριν προταθεί η αντιμετώπισή του ας δούμε και το κόστος αυτών των ΕΠΟΠ.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, στον Στρατό Ξηράς υπηρετούν 17.500 με πρόβλεψη προσλήψεως αυτό το διάστημα άλλων 2.000, στο Πολεμικό Ναυτικό 2.400 και στην Πολεμική Αεροπορία 2.900, ήτοι συνολικά 24.800 άνδρες και γυναίκες. Στους ΕΠΟΠ θα προσθέσουμε και τους ΕΜΘ, οι οποίοι μονίμως παραβλέπονται στις σχετικές αναλύσεις αν και υφίστανται ως δύναμη. Στην σχετική ανάλυση της Λευκής Βίβλου, το 1999 αριθμούσαν 4.981 στον Στρατό Ξηράς, 1.790 στο Πολεμικό Ναυτικό και 1.213 στην Πολεμική Αεροπορία, συνολικά δηλαδή 7.984 άνδρες. Σήμερα 10 χρόνια μετά, επειδή δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, ας υποθέσουμε ότι εξακολουθούν να παραμένουν και στους τρεις Κλάδους περί τους 5.000, προφανώς ύστερα από φυσιολογικές απομακρύνσεις. Επομένως, το σύνολο των επαγγελματιών στρατιωτικών, που δεν προέρχεται από τις Παραγωγικές Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, ανέρχεται σε περίπου 30.000 άνδρες και γυναίκες.

Τί κοστίζει σε γενικές γραμμές το προσωπικό αυτό; Ο μηνιαίος μισθός ενός πρωτοπροσλαμβανομένου ανέρχεται στα 1.000 €, που με τα επιδόματα υπολογίζεται περίπου στα 1.300 €. Αυτό σημαίνει 30.000 επαγγελματίες x 1.300 € μηνιαίως x 14 μισθούς ετησίως = 546.000.000 € ετησίως, τουλάχιστον, διότι δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο υπολογισμός έχει βασισθεί στον αρχικό μισθό ενώ η πληθώρα των ΕΠΟΠ και ΕΜΘ έχει προσληφθεί αρκετά χρόνια πριν οπότε και οι αποδοχές των περισσοτέρων είναι αυξημένες. Για τον Στρατό Ξηράς ειδικότερα, υπολογίζοντας 24.000 ΕΠΟΠ και ΕΜΘ, η δαπάνη χονδρικά ανέρχεται σε 24.000 x 1.300 x 14= 436.000.000€ ετησίως.

Το κόστος των στρατεύσιμων 18 μήνων


Η υπολογιζομένη κλάση του έτους 2010 αποδίδει περί τους 57.000 στρατευσίμους. Από αυτούς εάν αφαιρεθεί το ποσοστό 10% περίπου (5.700 άνδρες) που αφορά στις παραπάνω δικαιολογημένες διαρροές, απομένουν 51.300 στρατεύσιμοι με 12μηνη θητεία. Είναι εμφανές όμως ότι ούτε αυτός ο αριθμός επαρκεί. Χρειάζεται λοιπόν αύξηση της θητείας στους 18 μήνες, που γενικά κρίνεται ως επαρκές διάστημα για την εκπαίδευση του στρατευσίμου αλλά και δεν οδηγεί ακόμη στην ανία και αδιαφορία. Το εύρος αυτής της θητείας με τους ίδιους υπολογισμούς θα αποδώσει συνολικά περίπου 77.000 στρατευσίμους (51.300 για 12μηνο+25.60­0 επιπλέον 6μήνου) και για τους τρεις Κλάδους. Όλοι αυτοί, αμειβόμενοι με 8,5 € μηνιαίως, κοστίζουν συνολικά 77.000 x 8,5 € x 12 μήνες = 7.854.000 € ανά έτος. Ειδικότερα για τον Στρατό Ξηράς θα υπολογίσουμε 63.000 στρατευσίμους, αφού από τον αριθμό των αρχικών 77.000 θα αφαιρεθούν περί τις 14.000 συνολικά για να αποδοθούν στο Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική Αεροπορία, σύμφωνα με τις ανάγκες των δύο αυτών Κλάδων, όπως φαίνονται στην αναλυτική κατάσταση του 1999. Δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με τους δύο αυτούς Κλάδους αλλά είναι εντελώς ατυχής η απόφαση για κατάργηση της θητείας σε αυτόύς και φυσικά εντελώς αντιοικονομική η αναπλήρωσή τους με ΕΠΟΠ.

Αυτοί οι 63.000 στρατεύσιμοι του Στρατού Ξηράς κοστίζουν συνολικά ετησίως περί τα 6.426.000 €, αποκλειστικά όσον αφορά στην οπωσδήποτε χαμηλότατη αμοιβή τους. Για τα έξοδα διατροφής, αν και υπάρχει ένα ενδεικτικό κόστος 3,5 € ανά στρατεύσιμο σε ημερησία βάση, δεν μπορεί να γίνει ακριβής υπολογισμός. Ένας λόγος είναι ότι δεν παραμένουν όλοι οι άνδρες κάθε ημέρα στην μονάδα αλλά κατά μεγάλο μέρος εξέρχονται ως εξοδούχοι, οπότε μειώνεται σημαντικά και το κόστος διατροφής. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι και οι ΕΠΟΠ διατρέφονται εν μέρει στην μονάδα τους, κατά συνέπεια το κόστος για την περίπτωσή τους επίσης ανεβαίνει απροσδιόριστα. Το ίδιο ισχύει και για την ένδυση αφού και οι δύο κατηγορίες, στρατεύσιμοι και ΕΠΟΠ, λαμβάνουν τον ιματισμό και εξάρτυσή τους από την Υπηρεσία, άρα δεν υπάρχει διαφοροποίηση. Ο κυριότερος όμως λόγος είναι ότι το ελληνικό κράτος πριν την καθιέρωση του θεσμού των ΕΠΟΠ καθώς και των λοιπών παρεμφερών κατηγοριών (ΕΜΘ, ΟΒΑ, ΕΦΥΕΣ), συντηρούσε ένα μεγαλύτερο σε αριθμό στράτευμα, αποτελούμενο από απλούς στρατευσίμους, με τις όποιες δαπάνες σε διατροφή και ιματισμό, χωρίς το κόστος να έχει εκτιναχθεί στο σημερινό ύψος λόγω των ανελαστικών δαπανών σε μισθοδοσία, που έχει επιφέρει η εισαγωγή στο στράτευμα των ΕΠΟΠ.

Κάλυψη της οροφής


Θα εξετάσουμε τώρα εάν, με την στράτευση στα 18 και με 18μηνη θητεία, είναι δυνατή η κάλυψη της οροφής του Στρατού Ξηράς των 93.500 ανδρών, υπολογίζοντας και την απαίτηση Του ΓΕΣ για 103.500 άνδρες. Έχοντας πάντα υπόψη την αναλυτική κατάσταση του 1999 και με δεδομένο ότι ο αριθμός των μονίμων στελεχών παραμένει πάντα ο ίδιος, έχουμε:
Αξιωματικοί 11.000
Ανθυπ.-Υπαξ. 6.700
Σπουδ. Στρ. Σχ. 3.200
Στρατεύσιμοι 63.000
Σύνολον 83.900
Όπως διαπιστώνουμε, ο αριθμός αν και έχει οπωσδήποτε ανέβει σημαντικότατα, χωρίς τους ΕΠΟΠ, υπολείπεται και πάλι της επιδιωκομένης οροφής κατά περίπου 10.000 άνδρες. Το κενό αυτό μπορεί να καλυφθεί με την μονιμοποίηση του 1/3 περίπου των υπηρετούντων ΕΠΟΠ. Δεν ομιλούμε για γυναίκες ΕΠΟΠ διότι εκτός από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, η συγκεκριμένη κατηγορία πέρα από μία ερωτική αύρα που έφερε στα στρατόπεδα, δεν προσφέρει κάποια αξιόλογη ένοπλη υπηρεσία. Δεν είναι τυχαίο ότι για να εμποδισθεί η αθρώα είσοδος των γυναικών στο στράτευμα, καθιερώθηκαν και αυξημένες απαιτήσεις στα αθλητικά αγωνίσματα. Αυτήν την στιγμή στον Στρατό Ξηράς ο αριθμός των γυναικών ΕΠΟΠ ανέρχεται στο 1/3 του συνόλου, δηλαδή περίπου στις 6.000!

Με πρόταση των διοικητών των μονάδων, θα επιλεγούν εκείνοι οι ΕΠΟΠ που έχουν αποδείξει με την έως τώρα απόδοσή τους, την διάθεση προσφοράς στο στράτευμα καθώς και τις διοικητικές τους ικανότητες. Οι άνδρες αυτοί, ήδη φέρουν βαθμούς υπαξιωματικών, επομένως με την μονιμοποίησή τους θα ενταχθούν σε αυτήν την κατηγορία για την περαιτέρω εξέλιξή τους. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να οργανωθεί γι’ αυτούς ένα πολύ συνεπτυγμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα πρότυπα της ΣΜΥ. Είναι δεδομένο ότι αυτοί οι άνδρες έχουν την εμπειρία από την ζωή των μονάδων, έχουν την εμπειρία ασκήσεων, διοικήσεως κ.λπ., επομένως δεν χρειάζονται όλον εκείνο τον εκπαιδευτικό κύκλο που απαιτείται για έναν νέο υποψήφιο υπαξιωματικό, που κατατάσσεται στην ΣΜΥ αμέσως μετά τα μαθητικά θρανία. Όπως ακριβώς κατά την διάρκεια πολεμικής περιόδου, άνδρες από την πρώτη γραμμή που έχουν διακριθεί, έχουν την δυνατότητα ιεραρχικής ανόδου μέσα από συνεπτυγμένα εκπαιδευτικά προγράμματα Παραγωγικών Σχολών, το ίδιο ακριβώς θα προβλεφθεί και για τους υπό μονιμοποίηση ΕΠΟΠ. Ανάγκες για χειρισμό πολυπλόκων οπλικών συστημάτων υπάρχουν καθώς και για ορισμένες άλλες ειδικότητες και ασφαλώς δεν πρέπει να χαθεί ένας σεβαστός αριθμός εμπείρων και αξίων ανδρών. Όσον αφορά στο μέλλον, ο θεσμός αυτός πρέπει να διακοπεί γιατί όπως έχει πλέον αποδειχθεί είναι εξαιρετικά αντιοικονομικός για τα δεδομένα της Ελλάδος. Αυτό σημαίνει καμμία απολύτως περαιτέρω πρόσληψη, καμμία ανανέωση συμβάσεων μετά την οριστική επιλογή εκείνων των ανδρών προς μονιμοποίηση. Υποθέτουμε δε ότι μελλοντικά η ΣΜΥ προφανώς θα πρέπει να επαυξήσει τον αριθμό των εισακτέων της.

Η δαπάνη αυτών των 10.000 περίπου ΕΠΟΠ προσδιορίζεται στο 1/3 της σημερινής συνολικής δαπάνης για την κατηγορία αυτήν, ήτοι σε 182.000.000 €,οπότε προκύπτει εξοικονόμηση 364.000.000 € ετησίως από μισθούς. Με μέρος αυτού του εξοικονομουμένου ποσού θα ήταν δυνατή η μερική βελτίωση των αποδοχών των μονίμων στελεχών.

Με την προσθήκη και αυτού του αριθμού (83.900 + 10.000 = 93.900 περίπου) η υφισταμένη οροφή του Στρατού Ξηράς καλύπτεται. Απομένει βεβαίως η πολλάκις αναφερθείσα απαίτηση για επαύξηση της οροφής στους 103.500 άνδρες. Εδώ, χωρίς επιπλέον αύξηση της θητείας, μάλλον δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο χωρίς την χρησιμοποίηση της εφεδρείας.

Συστηματική επανεκπαίδευση της Εφεδρείας


Για να κατανοηθεί η αξία της τακτικής επανεκπαιδεύσεως της εφεδρείας θα εξετασθούν εν τάχει τα παραδείγματα δύο ξένων στρατών, που αποτελούν, με τις ιδιαιτερότητές τους διεθνή πρότυπα.
Ο πρώτος εξ αυτών είναι ο Ισραηλινός, ο οποίος ως γνωστόν εδώ και περίπου 50 χρόνια έχει παραμείνει αήττητος, συντρίβοντας στο πεδίο της μάχης τους Άραβες αντιπάλους του. Ο στρατός αυτός εξακολουθεί να αποτελείται από κληρωτούς, χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθεί η προοπτική επαγγελματοποιήσεως του, ακριβώς διότι όπως είναι οργανωμένος και εκπαιδευμένος είναι άκρως αποτελεσματικός. Τελευταίο παράδειγμα η πρόσφατη εισβολή στον Λίβανο κατά της Χεζμπολά, που πραγματοποιήθηκε από ανακληθέντες εφέδρους και μάλιστα σε κυλιόμενη βάση. Ο Ελληνικός Στρατός ούτε θα διενοείτο κάτι ανάλογο. Εδώ ακόμη και σε ειρηνευτικές αποστολές στο εξωτερικό, οι μικρές μονάδες που συμμετέχουν αποτελούνται από μόνιμα στελέχη ή ΕΠΟΠ ακριβώς από την επίγνωση της αδυναμίας των στρατευσίμων να ανταποκριθούν σε βασικά καθήκοντα. Κάποτε όμως, όπως το 1919, ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού αποτελούμενο από εφέδρους κι’ όχι κάποιο μικροσκοπικό τάγμα επαγγελματιών, εξεστράτευσε στην Ουκρανία και είχε θαυμάσια πολεμική απόδοση. Κάποτε…
Παραδείγματα σαν τα παραπάνω δείχνουν ότι εάν ο κληρωτός εκπαιδευθεί σωστά και καθοδηγηθεί ηθικά, θα αποδώσει στο πεδίο της μάχης, κοστίζοντας ασυγκρίτως λιγότερα από έναν βαριεστημένο και με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία επαγγελματία. Ο Ισραηλινός στρατός λοιπόν, έχοντας λόγω του μικρού πληθυσμού της χώρας, 36 μηνών θητεία, καλεί τους εφέδρους του 2 εβδομάδες ετησίως για επανεκπαίδευση.

Ο άλλος στρατός που αποτελεί πόλο ενδιαφέροντος είναι ο Ελβετικός. Παρά το γεγονός ότι η Ελβετία είναι παραδοσιακά ουδέτερη χώρα και η ουδετερότητά της αυτή έχει γίνει σεβαστή από όλους τους εμπολέμους κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων Παγκοσμίων Πολέμων, για να μείνουμε στα πρόσφατα γεγονότα τουλάχιστον, εν τούτοις διατηρεί ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, έτοιμες να προασπίσουν αποτελεσματικά την ακεραιότητα της χώρας. Η ιδιομορφία των Ελβετών εφέδρων είναι ότι διατηρούν στην οικία τους τον οπλισμό τους εκτός του στρατιωτικού ιματισμού και λοιπών υλικών. Ο Ελβετός πολίτης - οπλίτης, μετά την στρατιωτική μεταρρύθμιση του 1995, καλείται μέχρις την ηλικία των 42 ετών, κάθε δύο χρόνια, για επανεκπαίδευση και για χρονικό διάστημα 20 ημερών κάθε φορά.

Το γεγονός αυτό και μόνο αποδεικνύει την αναγκαία συχνότητα επανεκπαιδεύσεως στην χώρα μας, που σαφώς δεν αποτελεί Ελβετία σε μία εύφλεκτη και ασταθή Χερσόνησο του Αίμου και με τον τουρκικό κίνδυνο διαρκώς να επικρέμαται. Κρίνοντας από τα δύο αυτά παραδείγματα, διαπιστώνουμε ότι είναι άκρως απαραίτητη η συνεχής επανεκπαίδευση του προσωπικού εάν όχι σε ετησία βάση τουλάχιστον σε χρονικό διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη. Η ελληνική πραγματικότητα φυσικά είναι θλιβερή και μόνο απογοήτευση για το ποιόν του στρατεύματος σε περίοδο κρίσεως μπορεί να προκαλέσει αφού η κλήση των εφέδρων για επανεκπαίδευση είναι αποσπασματική και λειψή ως μηδαμινή. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα ο νυν υπουργός Εθνικής Αμύνης ανεκοίνωσε την περικοπή κατά 30% της επανεκπαιδεύσεως των εφέδρων λόγω βεβαίως της οικονομικής κρίσεως που μαστίζει την χώρα. Επειδή και σε αυτόν τον τομέα το βαρέλι μοιάζει να μην έχει πάτο κι’ επειδή τέτοιου είδους προσωρινά μέτρα τείνουν να γίνουν μόνιμα, γι’ αυτό προτείνουμε ένα υπόδειγμα στρατού πολύ πιο οικονομικού άρα μέσα στο κυρίαρχο πνεύμα των ημερών αλλά και πιο ισχυρού από πλευράς αριθμών και εκπαιδεύσεως.
Η οροφή της ενεργού εφεδρείας δεν είναι γνωστή καθώς άλλες πηγές μιλούν για 340.000 κι’ άλλες για 253.000 άνδρες. Ως εκ τούτου θα προτείνουμε ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα έπρεπε να οργανωθεί η επανεκπαίδευση των εφέδρων.

Δυνάμεις Καταδρομών


Λόγω των αυξημένων απαιτήσεων εν καιρώ κρίσεων - πολέμου από αυτές τις μονάδες, επιβάλλεται η ετησία επανεκπαίδευση των εφέδρων Καταδρομέων, Αλεξιπτωτιστών, Πεζοναυτών, για συνεχές χρονικό διάστημα 10 εργασίμων ημερών, δηλαδή 2 εβδομάδες συνολικά, ως την ηλικία των 36 ετών για τους οπλίτες και ως τα προβλεπόμενα ηλικιακά όρια για τους εφέδρους αξιωματικούς αναλόγως του βαθμού τους. Οι υπολειπόμενοι στην επανεκπαίδευση θα διαγράφονται και θα αποδίδονται σε άλλα Όπλα και Σώματα. Οι ικανοί μετά το 36ο έτος της ηλικίας τους δεν θα αποδίδονται στις κοινές μονάδες πεζικού αλλά θα συγκροτούνται σε εφεδρικές μονάδες αμιγώς Καταδρομέων, Αλεξιπτωτιστών ή Πεζοναυτών, με δεδομένο ότι το προσωπικό αυτό έχει ήδη αναπτύξει από την διάρκεια της θητείας του ένα ιδιαίτερο πνεύμα μονάδος και ανάλογη μαχητικότητα και πειθαρχία. Οι μονάδες αυτές θα παρέχουν υποστήριξη στις ομοειδείς μονάδες και θα αναλαμβάνουν παρεμφερείς αποστολές ασφαλείας στο εσωτερικό της χώρας στα πλαίσια της Εθνοφυλακής.

Τεθωρακισμένα


Επειδή και το Όπλο αυτό στους συγχρόνους πολέμους αποτελεί πρωταρχικό μέσο για την διεξαγωγή του αγώνος, επιβάλλεται επίσης η ετησία επανεκπαίδευση του προσωπικού του για συνεχές χρονικό διάστημα 10 εργασίμων ημερών (2 εβδομάδες) ως την ηλικία των 42 ετών.

Λοιπά Όπλα και Σώματα

Επανεκπαίδευση του προσωπικού για συνεχές διάστημα 10 εργασίμων ημερών (2 εβδομάδες) κάθε 2 χρόνια ως την ηλικία των 42 ετών.

Έφεδροι Αξιωματικοί


Εκτός της τακτικής επανεκπαιδεύσεως πρέπει να υπάρξει σταδιακή επαναξιολόγηση και υποχρεωτική παρακολούθηση εκπαιδευτικών Σχολείων για τους επαρκώς αξιολογηθέντες από κοινού με τους μονίμους αξιωματικούς.

Κατανομή περιόδων επανεκπαιδεύσεως


Κατ’ αρχάς, από τις 52 εβδομάδες του έτους θα αφαιρεθούν οι 3 εβδομάδες των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους, κατά τις οποίες και τα στελέχη παίρνουν εκ περιτροπής άδειες αλλά και είναι διάστημα αναψυχής και για το κοινωνικό σύνολο. Το ίδιο μία εβδομάδα την περίοδο του Πάσχα όπως και το δίμηνο Ιουλίου - Αυγούστου επειδή είναι περίοδος διακοπών και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απασχολείται με τα τουριστικά επαγγέλματα. Απομένουν λοιπόν 40 εβδομάδες, οι οποίες με βάση την επανεκπαίδευση διαρκείας 2 εβδομάδων, θα χωρισθούν σε 20 εκπαιδευτικές περιόδους στην διάρκεια του έτους.
Η επανεκπαίδευση των εφέδρων θα έχει την μορφή μίας μικρής αλλά πλήρους επανεισαγωγής στο στράτευμα. Υπ’ αυτήν την έννοια, η υπηρεσία τους θα περιλαμβάνει εκπαίδευση και ανανέωση των γνώσεων στα όπλα και τις τακτικές αλλά και την κανονική συμμετοχή στην ζωή της μονάδος με ισότιμη ανάληψη διαφόρων υπηρεσιών, καθηκόντων φρουράς κλπ., όπως ακριβώς και οι νεότεροι υπηρετούντες την θητεία τους συνάδελφοί τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξαλειφθεί η μέχρι σήμερα παρατηρουμένη αδιαφορία και νωθρότητα των εφέδρων αφού, κατά κανόνα, μετά το μεσημέρι εγκαταλείπουν τα στρατόπεδα όπως το μόνιμο προσωπικό. Έτσι, θα επιτευχθεί η συντήρηση του στρατιωτικού πνεύματος στους εφέδρους και η συντήρηση της πνευματικής και ηθικής συνοχής των μονάδων, που αποτελούν πρωταρχικό στοιχείο με την άρτια εκπαίδευση για την αποτελεσματικότητα εν ώρα ανάγκης.
Λόγω της συνεχούς ροής εφέδρων στις μονάδες, θα πρέπει να καθιερωθεί το γερμανικό πρότυπο των Λόχων ή Ταγμάτων Εκπαιδεύσεως και Αναπληρώσεων σε Ταξιαρχίες και Μεραρχίες αντιστοίχως. Προφανώς, αυτές οι ίδιες υπομονάδες θα είναι υπεύθυνες για την εκπαίδευση και των νεοσυλλέκτων γιατί σε μικρότερους αριθμούς πραγματοποιείται ευλόγως πολύ καλύτερη εκπαίδευση παρά στα μεγάλα Κέντρα Εκπαιδεύσεως, τα οποία είναι εντελώς ξεπερασμένα.
Λόγω τώρα αυτής της συνεχούς ροής εφέδρων προς επανεκπαίδευση κατά την διάρκεια του έτους αλλά και της πλήρους όπως προαναφέρθηκε ενσωματώσεώς τους στις μονάδες, θα είναι δυνατή η κάλυψη της απαιτήσεως για αύξηση της οροφής του στρατεύματος σε 103.500 άνδρες.

Επίλογος


Η πρόταση αυτή για στράτευση στα 18 με 18 μηνών θητεία, είναι καταφανές ότι δεν αποτελεί ούτε «στρογγυλοποίηση» καταστάσεων ούτε άσκηση στην Προκρούστεια κλίνη για προσαρμογή σε κατεστημένες αντιλήψεις και ιδεοληψίες. Τώρα, που η πολιτική ηγεσία αναγκάζεται από την οικονομική κρίση αυτήν την περίοδο να λάβει ριζικές και επώδυνες αποφάσεις και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της κατανοεί και υποχρεώνεται να αλλάξει εφεξής τον τρόπο ζωής της, τώρα είναι η ώρα να αντιμετωπισθούν και τα στρατιωτικά προβλήματα με μία εκ βάθρων αναπροσαρμογή. Κάποτε, ήμασταν πρωτοπόροι στην ανάπτυξη της τέχνης του πολέμου. Σήμερα, ας παραδειγματισθούμε τουλάχιστον από κάποιους άλλους, που παρουσιάζουν και υγιή και άκρως αποτελεσματικά πρότυπα στην σχέση κόστους/αποδόσεως.


*Δημοσιεύτηκε στο στο 2ο τεύχος του περιοδικού ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου