ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΤΟ 1991 Η ΧΩΡΑ ΕΧΑΣΕ 6 ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ !
Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της δημογραφικής κρίσης στη Ρωσία, δεν είναι ανάγκη να ερευνήσει τις πλέον δυσπρόσιτες περιφέρειες της χώρας με τα ακραία κλιματικά φαινόμενα. Στην περιοχή του Τβερ (Καλίνιν από το 1930 ώς το 1990), μερικές ώρες μονάχα από τη Μόσχα, καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας περισσότεροι από δύο θάνατοι για κάθε μία γέννηση.
«Μία χώρα τόσο αχανής όπως η Ρωσία, έπρεπε να έχει τουλάχιστον 500 εκατομμύρια κατοίκους»
Βλαντιμίρ Πούτιν
(Λόγος προς το έθνος, 8 Ιουλίου 2000)
Σύμφωνα δε με τα πρώτα αποτελέσματα της απογραφής του Σεπτεμβρίου του 2010, ο πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται μονάχα στα 1,32 εκατομμύρια άτομα. Μέσα σε είκοσι χρόνια μειώθηκε κατά 18%, δηλαδή κατά περισσότερο από 300.000 κατοίκους(1). Η Αννα Τσουκίνα, γεωγράφος στο πανεπιστήμιο του Τβερ, υποστηρίζει ότι στα μισά από τα 9.000 χωριά της περιοχής ο μόνιμος πληθυσμός δεν ξεπερνάει τα δέκα άτομα.
Από την εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης, το 1991, η Ρωσία έχει χάσει σχεδόν 6 εκατομμύρια κατοίκους. Μάλιστα, η επιστροφή των Ρώσων που ζούσαν στις «αδελφές Δημοκρατίες» και το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο επέτρεψαν να μετριαστούν κάπως οι συνέπειες ενός ιδιαίτερα αρνητικού φυσικού ισοζυγίου. Σήμερα ο πληθυσμός της Ρωσίας ανέρχεται σε 142,9 εκατομμύρια κατοίκους που ζουν σε μια επικράτεια η οποία είναι διπλάσια εκείνης του Καναδά ή της Κίνας (και τριάντα φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Γαλλίας) (2). Μάλιστα, ο Βασίλι Βισνέβσκι, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφίας του πανεπιστημίου της Μόσχας, υποστηρίζει ότι «η χειρότερη μορφή φτώχειας της χώρας είναι ο αναιμικός πληθυσμός της, που ζει σε μια αχανή επικράτεια».
Οι πλέον απαισιόδοξες εκτιμήσεις του ΟΗΕ για την εξέλιξη της σημερινής δημογραφικής κατάστασης κάνουν λόγο για έναν πληθυσμό ο οποίος το 2025 θα έχει περιοριστεί στα 120 εκατομμύρια -σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο, ο πληθυσμός της χώρας θα ανέρχεται στα 128,7 εκατομμύρια. Στη συνέχεια η μείωσή του θα πραγματοποιηθεί με ακόμα ταχύτερο ρυθμό. Οσο για το πρόσφατο μεσαίο σενάριο της ρωσικής ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας (Rosstat), είναι ότι, εκείνη την εποχή, ο πληθυσμός της χώρας θα ανέρχεται στα 140 εκατομμύρια.
Στον ετήσιο λόγο του στη Δούμα, στις 10 Μαΐου του 2006, ο Πούτιν αξιολογούσε το δημογραφικό ζήτημα ως «το οξύτερο πρόβλημα της χώρας» και έθετε τρεις προτεραιότητες: «Κατ' αρχάς, οφείλουμε να περιορίσουμε τη θνησιμότητα. Στη συνέχεια χρειαζόμαστε μια έξυπνα σχεδιασμένη μεταναστευτική πολιτική. Τέλος, πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό της γεννητικότητας». Δεδομένης της σχετικής αδιαφορίας του πληθυσμού για το ζήτημα, τα μέσα ενημέρωσης και οι υπεύθυνοι προτιμούν να εστιάζουν τις προσπάθειές τους στη γεννητικότητα -ένα ζήτημα γύρω από το οποίο εύκολα προκύπτει συναίνεση- και δεν καταπιάνονται με τις αντιφάσεις της «νέας Ρωσίας», όπου κυριαρχούν εντονότατες ανισότητες.
ΕΠΟΧΗ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ
Ωστόσο, οι δημογράφοι παραμένουν σκεπτικιστές. Τις περισσότερες φορές το μόνο αποτέλεσμα των οικονομικών κινήτρων είναι να επισπεύδουν οι γυναίκες μια προαποφασισμένη εγκυμοσύνη τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η πολιτική του Γκορμπατσόφ για την τόνωση της γεννητικότητας επέτρεψε αρχικά την άνοδο της γονιμότητας, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε μια ακόμα εντονότερη κάμψη. Μακροπρόθεσμα, η γεννητικότητα εξελίσσεται στη Ρωσία όπως και στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες. Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο σύνθετος δείκτης γονιμότητας ήταν χαμηλότερος από το όριο της ανανέωσης των γενεών.
Η μόνη διαφορά με τη Δύση ήταν η χαμηλή διάδοση των μεθόδων αντισύλληψης. Οι αρχές καλλιεργούσαν την καχυποψία απέναντι στο χάπι και οι Ρωσίδες κατέφευγαν μαζικά στην άμβλωση (νόμιμη από το 1920, απαγορευμένη από τον Στάλιν το 1936 και πάλι νόμιμη μετά το 1955). Οι στατιστικές για τις αμβλώσεις παρέμεναν απόρρητες μέχρι το 1986. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, υπήρξαν χρονιές όπου στη (σημερινή) Ρωσική Ομοσπονδία πραγματοποιήθηκαν έως και 5,4 εκατομμύρια αμβλώσεις (για παράδειγμα το 1965).
Παρ' όλο που η χαμηλή γεννητικότητα της Ρωσίας είναι φυσιολογική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η ιδιαίτερα υψηλή θνησιμότητα -κυρίως στους άνδρες- αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο. Οι ρώσοι άνδρες βρίσκονται -με προσδόκιμο χρόνο ζωής 62,7 έτη το 2009 (έναντι 74,6 για τις γυναίκες)- στη χειρότερη θέση σε ολόκληρη την ήπειρο, ενώ εκτιμώνται κάτω και από τον παγκόσμιο μέσο όρο (66,9 χρόνια το 2008). Ενώ οι Δυτικοί κέρδισαν περίπου δώδεκα χρόνια προσδόκιμου ζωής από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι Ρώσοι δεν έχουν ακόμα κατορθώσει να επιστρέψουν στο επίπεδο του... 1964!
Οσο κι αν στο Τβερ οι συνομιλητές μας επικαλούνται τη φυγή των νέων προς την πρωτεύουσα (που αντισταθμίζεται, εντούτοις, από την εισροή στην περιοχή μεταναστών από την Κεντρική Ασία), ο πραγματικός λόγος συνίσταται στη θνησιμότητα του ανδρικού πληθυσμού, καθώς ο προσδόκιμος χρόνος ζωής του (58,3 έτη το 2008) είναι κατώτερος εκείνου του Μπενίν ή της Αϊτής (3).
Τη δεκαετία του 1950 στη Ρωσία σημειώθηκε ταχύτατη πρόοδος στην καταπολέμηση των λοιμωδών ασθενειών. Οταν το 1964 ανήλθε στην εξουσία ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ, οι κομμουνιστικές χώρες είχαν καλύψει την υστέρησή τους απέναντι στις δυτικές, χάρη στην ανάπτυξη του υγειονομικού τους συστήματος, στους εμβολιασμούς και τα αντιβιοτικά. Ομως, στη συνέχεια, το χάσμα δεν έπαψε να βαθαίνει. Το σύστημα υγείας δεν αποτελούσε πλέον προτεραιότητα για το σοβιετικό καθεστώς, που είχε εισέλθει σε μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας. Αποδείχθηκε δε ελάχιστα αποτελεσματικό σε σχέση με τις παθήσεις της σύγχρονης εποχής (καρκίνος, καρδιαγγειακές παθήσεις), ενώ ο κεντρικός σχεδιασμός οδήγησε στην επιλογή της ποσότητας και όχι της ποιότητας της ιατρικής περίθαλψης. Επιπλέον, τα μέσα που διατέθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και την επιμόρφωση του προσωπικού παρέμειναν περιορισμένα. Εξάλλου, το καθεστώς δεν κατόρθωσε να ευαισθητοποιήσει τα άτομα για μια πιο υγιεινή ζωή.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, οι Ρώσοι έχασαν (την περίοδο 1991-1994) σχεδόν επτά χρόνια προσδόκιμου χρόνου ζωής. Παρ' όλο που η αύξηση της θνησιμότητας αποτέλεσε κοινό χαρακτηριστικό όλων των πρώην κομμουνιστικών χωρών, αποδείχθηκε ότι, όσο προχωρούσε κανείς προς τα ανατολικά, ήταν πιο απότομη και είχε περισσότερο μόνιμο χαρακτήρα. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με το χάος που προκάλεσε η περίοδος Γέλτσιν (1991-1999). Σύμφωνα με τον Ζακ Σαπίρ (4), «ο πληθυσμός υπέστη ένα σοκ που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνο της περιόδου 1928-1934 (μεγάλος λιμός στην Ουκρανία)».
ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ
Ηταν η εποχή του ξεπουλήματος των δημόσιων αγαθών και της λεηλασίας των φυσικών πόρων, προς όφελος μιας μικρής ομάδας προνομιούχων. Οι επιλογές που έκαναν οι πρώτοι ηγέτες της μετακομμουνιστικής περιόδου, που υλοποιούσαν τις συμβουλές των ειδικών της Δύσης, μετέτρεψαν τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή χώρα με τις υψηλότερες ανισότητες, αλλά και τις πλέον έντονες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αποδιάρθρωση της κοινωνίας συνοδεύτηκε από μια έκρηξη των βίαιων θανάτων. Η Ρωσία κατέχει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως ως προς το ποσοστό των αυτοκτονιών των ανδρών και την πρώτη θέση ως προς τη θνησιμότητα από τροχαία (33.000 νεκροί ετησίως) και από ανθρωποκτονίες (5). Επιπλέον, οι Ρώσοι, αποπροσανατολισμένοι και πανικόβλητοι, έχασαν ακόμα και το «κοινωνικό τους κεφάλαιο», τα δίκτυα σχέσεων που είχαν αναπτύξει. Η Ρωσία συγκαταλέγεται στις χώρες όπου παρατηρείται ο μικρότερος αριθμός μελών που συμμετέχουν σε συλλόγους, σωματεία και οργανώσεις. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του αθλητισμού: Οπως παρατηρεί η δημοσιογράφος Αννα Πιούνοβα, «με εξαίρεση την τάξη των προνομιούχων, οι Ρώσοι δεν ενδιαφέρονται πλέον για τη φυσική τους κατάσταση. Αν και η Ρωσία εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στις αθλητικές διοργανώσεις λόγω της ελιτίστικης επιλογής των αθλητών από νεαρότατη ηλικία, δεν υφίσταται πλέον μαζικός αθλητισμός».
Η βότκα αποτελεί το κατ' εξοχήν πρόβλημα δημόσιας υγείας. Μετά τους περιορισμούς που επέβαλε ο Γκορμπατσόφ, η κατανάλωση αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό τη δεκαετία του '90. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), στους άνδρες σχεδόν ένας θάνατος στους πέντε οφείλεται στο αλκοόλ (έναντι ενός στους δεκαέξι κατά μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο).
Στον τομέα της υγείας, οι «Νέοι Ρώσοι» καταφεύγουν στις πανάκριβες υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού αναγκάζεται να αρκεστεί στην υποβαθμισμένη ποιότητα του δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τον δείκτη υγείας που έχει δημιουργήσει ο ΟΗΕ, η Ρωσική Ομοσπονδία κατέχει την 122η θέση, και μάλιστα με βαθμολογία που είναι κατώτερη από εκείνη που είχε το 1970. Κατά τη διάρκεια του καύσωνα του 2010, ενώ τα μέλη της νέας νομενκλατούρας περνούσαν τις διακοπές τους στην Κυανή Ακτή ή στα πολυτελή θέρετρα της Μαύρης Θάλασσας, στην περιφέρεια της Μόσχας και στο νότιο τμήμα της χώρας καταγράφηκαν 55.000 περισσότεροι θάνατοι συγκριτικά με το προηγούμενο καλοκαίρι, λόγω των ελλείψεων του συστήματος υγείας.
Βέβαια, η οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων ετών και η «επιστροφή» του κράτους είχαν ως αποτέλεσμα να σημειωθεί κάποια πρόοδος, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παθήσεων και την έγκαιρη και αποτελεσματική περίθαλψη των θυμάτων των τροχαίων. Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο ήμισυ μέσα σε μια δεκαπενταετία και έφθασε στο επίπεδο της Δύσης (7,5* το 2010).
Ο ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Η πολιτική για την υγεία κάνει σήμερα μια στροφή, την οποία έπρεπε να είχε εφαρμόσει εδώ και πολύ καιρό. Πράγματι, η μεταρρύθμιση της υγείας του 1993, η οποία αντικατέστησε ένα συγκεντρωτικό κρατικό σύστημα ασφάλισης για την κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός άναρχα αποκεντρωμένου συστήματος, όπου ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες αποδείχθηκε πολυδάπανος και αναποτελεσματικός. Η δε χρηματοδότηση της υγείας στη Ρωσία, η οποία ήταν ήδη πολύ χαμηλή πριν από το 1991, μειώθηκε ακόμα περισσότερο. Το 2000 οι δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες ανέρχονταν στο 2,7% του ΑΕΠ και το 2010 στο 4,5%, τη στιγμή που στις βιομηχανικές χώρες αυτό το ποσοστό υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ (11% στη Γαλλία, 16% στις ΗΠΑ).
Από την 1η Ιανουαρίου του 2011 πραγματοποιήθηκε μια σημαντική αλλαγή: Οι ασφαλιστικές εισφορές για την υγειονομική περίθαλψη αυξήθηκαν από το 3,1% στο 5,1%. Το επιπλέον ποσό που θα προκύψει (11,5 δισ. ευρώ) θα διατεθεί για τη δημιουργία ενός εθνικού ταμείου για την ανακαίνιση των κέντρων υγείας, την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής σε αυτά, την άνοδο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη δημιουργία 500 διαγνωστικών κέντρων. Ωστόσο, δεν θα υπάρξει ουσιαστική βελτίωση της υγειονομικής κατάστασης του πληθυσμού αν δεν υπάρξουν εξελίξεις στις συνθήκες ζωής, στη μείωση των ανισοτήτων και την αναδιανομή του εισοδήματος.
Με εξαίρεση μερικές πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές της Δυτικής Σιβηρίας και τη Μόσχα, η οποία φιλοδοξεί να μετατραπεί σε «παγκόσμια μητρόπολη» και έχει κερδίσει 1,5 εκατομμύριο κατοίκους την τελευταία εικοσαετία, η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται στις νότιες περιοχές της χώρας. Πράγματι, οι ορεσίβιοι λαοί του Βόρειου Καυκάσου που κατατρομοκρατούν τους Ρώσους από την εποχή των πολέμων της Τσετσενίας, είναι εκείνοι που κάνουν και τα περισσότερα παιδιά.
Ομως, η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ρωσία για την ανάπτυξη της αχανούς επικράτειάς της είναι να μην παραμείνει μια οικονομία που εξαρτάται μονάχα από την εκμετάλλευση του ορυκτού φυσικού πλούτου της και κυρίως του πετρελαίου. Η εγκατάλειψη των βιομηχανικών φιλοδοξιών της και η εμμονή στις εξορυκτικές δραστηριότητες βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στις περιοχές που είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους και τις υπόλοιπες. Στον πολικό κύκλο, το Μουρμάνσκ έχασε μέσα σε είκοσι χρόνια το ένα τέταρτο του πληθυσμού του, ενώ το Μαγκαντάν, δυσφημισμένο για πάντα εξαιτίας του γκουλάγκ της Κολίμα, έχει μονάχα το ένα τρίτο του πληθυσμού που είχε την εποχή της ΕΣΣΔ (6).
Επίσης, προβληματίζει η μοίρα των «μόνογκραντ», των πόλεων που αναπτύχθηκαν γύρω από ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα. Η αντιμετώπιση της ρύπανσης και ο εκσυγχρονισμός των βιομηχανιών τους θα απαιτούσε κολοσσιαία ποσά, ώστε ορισμένοι κάνουν τακτικά λόγο για «εξαγωγή της μάζας των ανέργων (7)» στις περιφερειακές μητροπόλεις ή σε πόλεις με περισσότερο διαφοροποιημένη παραγωγική βάση.
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Οσον αφορά δε τη μετανάστευση, η στάση της κυβέρνησης είναι διπρόσωπη. Προσπαθεί να συνδυάσει την απάντηση στο δημογραφικό πρόβλημα με την κολακεία της κοινής γνώμης, η οποία βυθίζεται στον εθνικισμό και την ξενοφοβία. Οσο κι αν ο Πούτιν μιλάει για μια επιλεκτική μετανάστευση που θα προσελκύει «άτομα μορφωμένα, που θα σέβονται τους νόμους», οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από τον Καύκασο και τις φτωχές περιοχές της Κεντρικής Ασίας (Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, Τατζικιστάν) και δουλεύουν συνήθως στην οικοδομή και στα οδικά έργα, κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Βερχόφσκι του Κέντρου Σόβα, «η Ρωσία -κι ακόμα περισσότερο η ΕΣΣΔ- ήταν ανέκαθεν πολυπολιτισμική. Σήμερα, οι μετανάστες, ακόμα κι όταν προέρχονται από άλλες ρωσικές Δημοκρατίες, είναι ξεκομμένοι από τη ρωσική κοινωνία. Επικρατεί τέτοιος φόβος ώστε όλοι όσοι δεν έχουν τα τυπικά ρωσικά χαρακτηριστικά αντιμετωπίζονται σαν «εξωγήινοι». Η υποκρισία φτάνει στο αποκορύφωμά της στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, η οποία καταγγέλλεται ομόφωνα, αλλά δεν γίνεται τίποτα για την πάταξη των κυκλωμάτων, ούτε και για τη δημιουργία προγραμμάτων για την ενσωμάτωση των μεταναστών.
Η ρωσική κοινωνία δεν δείχνει έτοιμη να δρομολογήσει μια φιλόδοξη μεταναστευτική πολιτική. Ωστόσο, τα δημογραφικά φαινόμενα που αντιμετωπίζει είναι τόσο σημαντικά, ώστε είναι αδύνατον να ελπίζει ότι μπορεί να αναστρέψει -ή έστω και να μετριάσει- τη δυναμική τους. Πρέπει επίσης να αρχίσει να εξετάζει τη λήψη των μέτρων με τα οποία θα προσαρμοστεί σε μια ενδογενή πληθυσμιακή κατάρρευση, που είναι σε μεγάλο βαθμό μη αναστρέψιμη.
(1) Alexandre Tkatchenko, Lydia Bogdanovo και Anna Tchoukina, «Δημογραφικά προβλήματα στην περιοχή του Τβερ» (στα ρωσικά), Σχολή Γεωγραφίας του Τβερ, 2010.
(2) Προκαταρκτικά αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής (Οκτώβριος 2010). Τα υπόλοιπα προέρχονται από τις δημογραφικές επετηρίδες της ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας Rosstat.
(3) Δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, 2008.
(4) Jacques Sapir, «Le Chaos russe», La Decouverte, Παρίσι, 1996.
(5) ΠΟΥ, 2009 και European Sourcebook of Crime and Criminal Justice Statistics, 4η έκδοση, «Boom Juridische uitgevers», Χάγη, 2010.
(6) Cedric Gras και Vycheslav Shvedov, «Extreme-Orient russe, une incessante (re)conquete economique», Herodote, n.138, Παρίσι, Αύγουστος 2010.
(7) «Moscow Times», 17 Μαρτίου 2010.
* Δημοσιογράφος.
http://www.enet.gr/?i=news.el.kosmos&id=301023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου