Του Βασίλη Δημητριάδη.
’Εξετάζοντας τά δημογραφικά στοιχεία που βρίσκουμε στην περιγραφή των
πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας πρέπει να έχουμε ύπόψη μας πρώτα απ’ όλα
οτι ό Έβλιγια δεν είναι πολύ άκριβής στους αριθμούς που παραθέτει.
Οί άριθμοί του δεν προέρχονται από μελέτη επισήμων στοιχείων, αλλά βασίζονται κυρίως στην προσωπική εκτίμηση του συγγραφέα.
’Ακόμη, οπως έχει παρατηρηθεί , οί άριθμοί που άναφέρει ό Έβλιγια είναι
πολλές φορές έξογκωμένοι, οπως γενική είναι ή τάση για υπερβολή σέ όλο
τό έργο του.
Επίσης έχω διαπιστώσει ότι ή προσεκτική σύγκριση των άριθμών πού
παραδίδει ό Έβλιγια μας αποκαλύπτει και κάτι άλλο: τή συνήθειά του να
άναφέρη κάθε τόσο ορισμένους αριθμούς, πάντα τούς ίδιους.
Οί πιο συνηθισμένοι από αυτούς είναι τό 7 και τά πολλαπλάσιά του (70,
77, 7.000, 70.000, 77.000, 700.000) τό 40, οί εκατοντάδες (100, 200, 500
κλπ.), οί χιλιάδες (1.000, 2.000, 3.000... 100.000) και ενας άκόμη
άριθμός που ιδιάζει στον Έβλιγιά: τό 60 μέσα σέ άλλους αριθμούς (360,
'1.060,2.060,10.060).
Τούς άριθμούς αύτούς τούς συναντούμε σέ όλο του τό έργο. 'Η συχνή
επανάληψή τους δείχνει ότι πρόκειται για «συμβατικούς» άριθμούς, που δεν
άνταποκρίνονται άκριβώς στά πράγματα. Παρακάτω άναφέρονται οί άριθμοί
που δίνει ό Έβλιγιά, σημειώνω όμως προκαταβολικά ότι πρέπει να τούς
θεωρούμε μόνον ενδεικτικούς μικρού ή μεγάλου πλήθους και οχι
πραγματικούς .
Τέλος δέν πρέπει να ξεχνούμε ότι ό Έβλιγια ένδιαφέρεται κυρίως για τούς
μουσουλμάνους κατοίκους των πόλεων που περιγράφει και τή ζωή τους.
Γι’ αυτό και οί πληροφορίες για τούς χριστιανούς και τούς Εβραίους
είναι τις πιο πολλές φορές έλλιπείς, άσήμαντες και άνακριβείς.
'Οπωσδήποτε τά στοιχεία αυτά μας δίνουν μιάν εικόνα, εστω και όχι πλήρη,
της δημογραφίας της Μακεδονίας, όπως την είδε ό Έβλιγιά.
Για τά Σκόπια ό Έβλιγια δεν δίνει άριθμό κατοίκων.
Λέγει όμως ότι ή πόλη είχε εβδομήντα συνοικίες , χωρίς να άναφέρη καμίας
τό όνομα , με 10.060 σπίτια και 120 τζαμιά, σέ 45 από τά όποια
τελούνταν ή προσευχή κάθε Παρασκευή.
"Ολα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι τό μουσουλμανικό στοιχείο αποτελούσε σημαντικό μέρος του πληθυσμού των Σκοπιών.
'Ο Έβλιγια όμως δέν δίνει καμιά πληροφορία σχετική με τον άριθμό των
μουσουλμανικών συνοικιών ή τών μουσουλμάνων κατοίκων. Ελάχιστες είναι
και οί πληροφορίες του για τούς μή μουσουλμάνους κατοίκους. από τήν
άναγραφή μόνον τών έκκλησιών διαφόρων έθνοτήτων καταλαβαίνουμε πώς στά
Σκόπια κατοικούσαν ’Αρμένιοι, "Ελληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, «Λατίνοι» και
Εβραίοι.
Ποιοι ήταν όμως αύτοί οί «Λατίνοι»; Πιθανόν να πρόκειται για βλαχόφωνους- τό πρόβλημα έξετάζεται παρακάτω.
Για τον Περλεπέ μαθαίνουμε πώς είχε δέκα συνοικίες με χίλια σπίτια. Από
τούς κατοίκους λίγοι ήταν οί Τούρκοι, όπως δείχνουν τά δυο τζαμιά που
υπήρχαν.
Τό μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ό Έβλιγια λέγει ότι ήταν Βούλγαροι και Σέρβοι και ότι έπικρατούσε ή βουλγαρική γλώσσα.
Τό άλλο μεγάλο κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, τό Μοναστήρι, είχε κατά τον Έβλιγια 21 συνοικίες με τρεις χιλιάδες σπίτια.
Οί μουσουλμάνοι είχαν εβδομήντα τζαμιά, μικρά και μεγάλα, άριθμό τό
δίχως άλλο ύπερβολικό. Πιο κοντά στην πραγματικότητα πρέπει να είναι ό
αριθμός τών εννιά μεντρεσέδων, ούτε όμως αύτός είναι ενδεικτικός του
αριθμού τών μουσουλμάνων της πόλης, άφού ξέρουμε ότι τό Μοναστήρι τήν
έποχή εκείνη θεωρούνταν σημαντικό μορφωτικό κέντρο τών μουσουλμάνων και
από πολλά γειτονικά μέρη θά συνέρρεαν έκεί όσοι νέοι έπιθυμούσαν να
άποκτήσουν τή μόρφωση που θά τούς άνοιγε τό δρόμο για διάφορες
ύπαλληλικές θέσεις.
Για τή σύνθεση του πληθυσμού δέν βρίσκουμε καμιάν άλλη πληροφορία στην περιγραφή του Μοναστηριού.
'Ο έπόμενος σταθμός του Έβλιγια είναι ή Φλώρινα.
Στις εξι συνοικίες της με τά πεντακόσια σπίτια της υπήρχαν, κατά τον Έβλιγιά, δεκαεπτά μουσουλμανικά ιερά.
Τρεις όμως μόνο συνοικίες, ϊσως τις τουρκικές, ονομάζει ό συγγραφέας και δυο τζαμιά.
Χριστιανοί και άλλοι, μή μουσουλμάνοι, κάτοικοι δέν άναφέρονται καθόλου. Ό Έβλιγια τούς άγνοεί έντελώς.
Δέν γίνεται όμως το ίδιο και με την Καστοριά.
’Αντίθετα, εδώ ό συγγραφέας αναφέρει ότι οί μουσουλμάνοι ήταν λίγοι και νωθροί.
Οί κάτοικοι ήταν σχεδόν όλοι «
θαυμάσιοι άπιστοι "Ελληνες».
’Από τις είκοσι συνοικίες της πόλης δεκαέξι ήταν ελληνικές, τρεις μουσουλμανικές και μια έβραϊκή.
Συνολικά τά σπίτια της πόλης ήταν 2.500. Οί Έλληνες κάτοικοι εμεναν εξω από τό κάστρο και ήταν όλοι εύποροι γουναράδες.
Είχαν έμπορικές σχέσεις με τήν Κωνσταντινούπολη, όπου εξυπηρετούσαν
τούς βεζίρηδες, αλλά και με τή μακρινή Ρωσία, απ’ όπου έρχονταν τάματα
για τις έκκλησίες της πόλης.
'Η περιοχή των καζάδων πρός τά νότια της Καστοριάς, δηλ. ή περιοχή της
σημερινής Πτολεμαίδας, του Έγρί-Μπουτζάκ και του Σαρί-Γκιολ,
ήταν κατάσπαρτη από χωριά ελληνικά και τουρκικά.
Ό Έβλιγια βρίσκει Ελληνες να κατοικούν στο χωριό Λίτσιστα στην όχθη της
λίμνης της Καστοριάς, στην Κλεισούρα, κι αυτή γεμάτη από γουναράδες,
καθώς και στά χωριά Κουλγκάλ-Όμπασί, Σούλποβα, Χασάνκιοϊ και Ποκρεβνίκ,
στους πρόποδες του όρους Μορίκι (Σουλού Χάν) . Τά Καϊλάρια, καθώς και τά
γύρω τουρκοχώρια, κατοικούνταν από Γιουρούκους.
"Ολοι υπηρετούσαν στον στρατό τού σουλτάνου ώς μεταφορείς πυροβόλων.
Εντύπωση εκανε στον συγγραφέα ό διαφορετικός τρόπος ζωής και ενδυμασίας τους.
Στά Σέρβια υπήρχαν έξι μουσουλμανικές συνοικίες, οκτώ ελληνικές και μιά εβραϊκή.
"Ολες μαζί είχαν 1.800 σπίτια. Ό Έβλιγια μάλιστα άναφέρει ότι οί
"Ελληνες της πόλης ήταν οχι μόνο περισσότεροι, αλλά και ανώτεροι σέ
πολλά από τούς μουσουλμάνους.
Τά Γενιτσά είχαν δεκαεπτά συνοικίες με 1.500 σπίτια (σ. 214 κ.έ.). Ή
πόλη ήταν καθαρά τουρκική. Οί λίγοι χριστιανοί και Εβραίοι κάτοικοί της
δεν άναφέρονται καθόλου από τον Έβλιγιά. Γνωρίζουμε ότι ή χριστιανική
συνοικία βρισκόταν εξω από τήν πόλη και δέν είχε εκκλησία. Τό πολυάριθμο
μουσουλμανικό στοιχείο δέν άνεχόταν τή ζωντανή εκδήλωση τού
χριστιανικού πληθυσμού ώς τά τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.
'Н ’Έδεσα με τις δώδεκα συνοικίες της ήταν κι αύτή γεμάτη από Τούρκους.
’Εννέα συνοικίες της ήταν μουσουλμανικές και τρεις ελληνικές . Εβραίοι,
όπως δηλώνει ό συγγραφέας, δέν επιτρεπόταν να κατοικούν μέσα στην
’Έδεσα. 'Ο Έβλιγια λέγει πώς ή πόλη είχε 1.060 σπίτια, ό αριθμός όμως
πρέπει να θεωρηθή συμβατικός.
Στην πόλη ή παρουσία των Ελλήνων ήταν αισθητή. Ό Έβλιγια μιλα για τις
ομορφες Έλληνίδες, που πολλοί πρόκριτοι πήραν για γυναίκες τους, για τις
καλογριές και τούς καλόγερους που ειδε να τριγυρνοϋν στην πόλη, για
τούς χορούς τών Ελλήνων σέ ορισμένη τοποθεσία.
Καθαρά κωμόπολη «άπιστων» ήταν ή Νάουσα.
Τήν κατοικούσαν κυρίους Ελληνες, που ήταν περίφημοι έμποροι.
Μή βρίσκοντας τίποτε μουσουλμανικό στην πόλη για να περιγράψη ό Έβλιγια
δέν έμεινε καθόλου, αλλά προχώρησε στή γειτονική Βέροια' ήταν μιά
πυκνοκατοικημένη πόλη με τέσσερεις χιλιάδες σπίτια.
Δεκαέξι συνοικίες της ήταν μουσουλμανικές και δεκαπέντε χριστιανικές .
Σ’ αυτές κατοικούσαν Ελληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, και «Λατίνοι», δηλ. βλαχόφωνοι. 'Υπήρχαν και δύο συνοικίες εβραϊκές.
Πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τούς μαύρους δούλους της πόλης, που ό
άριθμός τους ήταν, όπως φαίνεται, σημαντικός . Οί δοΰλοι αύτοί είχαν
ιδιαίτερο άρχοντα, στον όποιο όφείλεται πιθανόν και ή ονομασία μιας
συνοικίας της πόλης («του Άράπη»).
Ό Έβλιγια δέν δίνει καμιά ιδιαίτερη πληροφορία για τούς "Ελληνες
κατοίκους της πόλης. Οΰτε κάν αναφέρει τις πολλές έκκλησίες που υπήρχαν
στις χριστιανικές συνοικίες και που ή παράδοση τις άνεβάζει σέ 72.
Μπαίνοντας τό 1670 στή Βόρειο Μακεδονία από τό Έλμπασάν ό Έβλιγια βρήκε χωριά άλβανικά, ελληνικά και βουλγαρικά.
Για τή Στρούγκα μαθαίνουμε πώς ήταν μιά μικρή κωμόπολη με τρεις συνοικίες .
Οί πιο πολλοί κάτοικοί της ήταν 'Έλληνες και Βούλγαροι.
Άλλη πληροφορία για τον άριθμό και τή σύνθεση τών κατοίκων δέν βρίσκουμε.
Στην Αχρίδα, έδρα σαντζάκ μπέη και από παλαιά μεγάλο θρησκευτικό κέντρο
τών χριστιανών, έντονη ήταν ή παρουσία και τών δύο στοιχείων.
Στο κάστρο της κατοικούσαν άποκλειστικά χριστιανοί. Είχε 160 σπίτια,
ύπήρχαν όμως άκόμη εξι μοναστήρια με 40-50 μοναχούς τό καθένα.
Έκτος από τό μισοερειπωμένο σεράι του πασά, τό τζαμί της Άγια-Σοφιάς,
που και αυτό κατέρρεε σιγά - σιγά, τό τζαμί του Όχρή-Ζαντέ, που είχε
χτιστεί τήν εποχή του Βαγιαζίτ Β' (1481- 1512), και ενα μικρό άκόμη
τέμενος, δέν ύπήρχαν άλλα ϊχνη της παρουσίας τών Τούρκων στο κάστρο.
'Ο Έβλιγια μάλιστα λέγει ότι στην Άγια Σοφία, που εϊχε μετατραπή σέ
τζαμί όταν ό Μουράτ Β' πήρε τήν πόλη, δέν σύχναζαν οί μουσουλμάνοι ,
πολλές φορές όμως οί χριστιανοί τή χρησιμοποιούσαν δωροδοκώντας τούς
φύλακές της.
'Η κυρίως πόλη ειχε δεκαεπτά συνοικίες. Στις δέκα κατοικούσαν
μουσουλμάνοι και στις άλλες επτά "Ελληνες, Βούλγαροι και βλαχόφωνοι.
Τά σπίτια της ήταν 10-15 χιλιάδες, δηλαδή ή πόλη πρέπει να είχε κατά
τον Έβλιγια 50 ως 75 χιλιάδες κατοίκους, άριθμός που επίσης πρέπει να
θεωρηθή υπερβολικός.
Είναι αδύνατο τήν εποχή εκείνη ή ’Αχρίδα να είχε τόσο μεγάλο πληθυσμό.
Άλλωστε, τά άλλα στοιχεία που παραδίδει ό Έβλιγια δεν συμβιβάζονται με
τον άριθμό τών κατοίκων:
Η ’Αχρίδα είχε 150 καταστήματα όλα κι όλα, μόνο δύο μεντρεσέδες κι έπτά σχολεία για μικρά παιδιά, τρία χάνια και δύο λουτρά.
Αύτοί κι οί άλλοι άριθμοί που δίνει ό Έβλιγια για τά άλλα κτήρια κοινής
ώφελείας στην πόλη δείχνουν οτι ό πληθυσμός της πρέπει να ήταν πολύ
μικρότερος.
Τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, όπως άναφέραμε πιο πάνω, τον
άποτελούσαν κατά τον Έβλιγια "Ελληνες, Βούλγαροι και «Λατίνοι», δηλ.
βλαχόφωνοι.
Έκτος από τις πληροφορίες που παραθέτει ο συγγραφέας για τούς
χριστιανούς που κατοικούσαν στο κάστρο, δεν βρίσκουμε άλλες γι’ αύτούς
που έμεναν στην πόλη. Ή επίδρασή τους όμως στους μουσουλμάνους κατοίκους
της πόλης φαίνεται από τό γεγονός ότι και οί Τούρκοι ακόμη μιλούσαν
βουλγαρικά και έλληνικά.
Στους κατοίκους ήταν άγνωστη ή άλβανική γλώσσα .
Ή Ρέσνα ήταν μιά μικρή κωμόπολη με δύο συνοικίες, μιά μουσουλμανική και
μιά χριστιανική. Πενιχρές είναι και οί πληροφορίες για τούς κατοίκους
τού Πόγραδετς.
Φαίνεται πώς και οί τέσσερεις συνοικίες της κωμόπολης ήταν
μουσουλμανικές, γιατί τέσσερα ήταν και τά τζαμιά της . Χριστιανοί
κάτοικοι δεν άναφέρεται άν υπήρχαν.
Ενδιαφέρουσα είναι ή πληροφορία τοΰ Έβλιγια ότι ή κοντινή Στάροβα, που
από τις τέσσερεις συνοικίες της με τετρακόσια σπίτια οί δύο ήταν
μουσουλμανικές και οί δύο χριστιανικές,
αποτελούσε κέντρο παιδομαζώματος.
Ο Έβλιγια άναφέρει εδώ τον κανουνναμε που είχε έκδοθή τήν έποχή τοΰ
σουλτάνου Σουλεϊμάν Α' σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής του
παιδομαζώματος και μας άφήνει να έννοήσουμε ότι τό παιδομάζωμα βρισκόταν
σέ εφαρμογή τήν εποχή που έπισκέφθηκε τήν πόλη .
Ένώ όμως στην αρχή της περιγραφής λέγει ότι όλοι οί κάτοικοι της
περιοχής είναι Βούλγαροι, παρακάτω μιλώντας για τό παιδομάζωμα σημειώνει
ότι στρατολογούνταν από έκεί έκατοντάδες παιδιά Βουλγάρων και Ελλήνων.
Στην περιοχή, επομένως, κατοικούσαν και Ελληνες.
Καμιά πληροφορία δεν βρίσκουμε για τούς κατοίκους της περιοχής της
Πρέσπας. Τουρκόπολη φαίνεται να ήταν και τό Ράντοβιτς με πέντε
μουσουλμανικές συνοικίες.
Βούλγαροι ήταν κυρίως οί κάτοικοι της περιοχής του Τίκβες, που είχε τέσσερεις συνοικίες μουσουλμανικές και δύο χριστιανικές .
Στο Βαλάντοβο έπίσης κυριαρχοΰσαν οί Βούλγαροι, ένώ οί μουσουλμάνοι ήταν λίγοι.
'Ο Έβλιγια επαινεί έδώ τήν καθαριότητα τών κατοίκων και περιγράφει τήν ενδυμασία τών άνδρών και τών γυναικών.
Σημαντικό κέντρο άποτελούσε ή Στρώμνιτσα με δεκατέσσερεις συνοικίες, από
τις όποιες τρεις ήταν χριστιανικές και μια εβραϊκή, με 2.040 σπίτια
συνολικά.
Στο κάστρο της κατοικούσαν Βούλγαροι άρματολοί, ποιάς εθνικότητας όμως
ήταν οί κάτοικοι της πόλης ό Έβλιγια δέν άναφέρει. Γράφει μόνον ότι οί
Τούρκοι κάτοικοι ήταν Γιουροϋκοι της φυλής των Όγούζων.
Τό Πετρίτσι περιγράφεται ώς μιά μικρή φτωχή κωμόπολη με μιά συνοικία μουσουλμανική και μιά χριστιανική με 240 σπίτια.
Καμιά πληροφορία για τούς κατοίκους του Μελένικου και τον άριθμό τους
δέν βρίσκουμε στον Έβλιγιά, έκτος από τό ότι άνάμεσα στους προύχοντες
της πόλης ύπήρχαν και Γιουροϋκοι, που πρέπει να άποτελοΰσαν τό κυριότερο
μέρος τοΰ μουσουλμανικού πληθυσμού.
Για τή Βέτρινα (Νέο Πετρίτσι) ό Έβλιγια άναφέρει πώς ειχε πέντε
συνοικίες Βουλγάρων, Ελλήνων και Σέρβων, άφήνοντας άσυμπλήρωτο τον
άριθμό των μουσουλμανικών συνοικιών. Για τούς κατοίκους και τά κτήρια
της πόλης δέν άναφέρει τίποτε.
Με βάση λοιπόν τά στοιχεία που παραδίδει ό Έβλιγια μπορούμε να πούμε ότι
ό πληθυσμός σε όλες τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας τήν
έποχή που τις έπισκέπτεται ό συγγραφέας του Seyahatname, δηλαδή στά
μέσα του 17ου αιώνα, ήταν μικρός.
Σέ μερικές από αύτές, όπως στά Σκόπια, στά Γενιτσά, στην ’Έδεσα, στή
Ρέσνα, καθώς και στην περιοχή γύρω από τή λίμνη του Σαρί-Γκιόλ, τό
μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερούσε σέ άλλες, όπως ή Καστοριά, ή Νάουσα,
τά Σέρβια, ό Περλεπές, ή Στρούγκα, τό Βαλάντοβο και τό Τίκβες,
έπικρατέστερο ήταν τό χριστιανικό.
Στις άλλες πόλεις, όπως στο Μοναστήρι, στή Βέροια και στην ’Αχρίδα, για
να άναφέρουμε τις σπουδαιότερες, ό πληθυσμός φαίνεται πώς ήταν λίγο
πολύ μοιρασμένος άνάμεσα στά δύο στοιχεία.
Για τή σύνθεση του χριστιανικού πληθυσμού
έχουμε να παρατηρήσουμε με βάση τά στοιχεία του Έβλιγια ότι τά Σέρβια, ή
’Έδεσα, ή Νάουσα, ή Καστοριά και μερικά χωριά νότια από αύτή
κατοικούνταν άποκλειστικά από 'Έλληνες.
Καθαρά βουλγαρικός ήταν ό πληθυσμός στο Τίκβες και τό Βαλάντοβο.
Έλληνες και
Βούλγαροι κατοικούσαν στά Σκόπια, τή Βέροια, τή Στρούγκα, τήν Αχρίδα, τή Στάροβα και τή Βέτρινα.
Σέρβικός πληθυσμός σημειώνεται στά Σκόπια, τον Περλεπέ, τή Βέροια και τή Βέτρινα.
Σημειώνεται έπίσης ή παρουσία «Λατίνων», δηλ. βλαχοφώνων, στά Σκόπια, στή Βέροια και στην ’Αχρίδα.
Εβραίοι κατοικούσαν έπίσης στή Βέροια και στά Σκόπια. 'Η σύνθεση του
χριστιανικού πληθυσμού στις άλλες πόλεις δέν διευκρινίζεται.
Παρατηρούμε έπομένως ότι νότια από τά σημερινα σύνορα της Ελλάδος
παρουσία βουλγαρικού και σέρβικου πληθυσμού σημειώνεται από τον Έβλιγια
μόνο στή Βέροια.
’Αντίθετα έντονη ήταν ή παρουσία του έλληνικοΰ στοιχείου σέ πόλεις που
βρίσκονται εξω από τά σημερινα σύνορα (Στρούγκα, ’Αχρίδα, Στάροβα) και
έφτανε ώς τά Σκόπια.
ΟΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΒΛΙΓΙΑ
’Ανάμεσα στις άλλες πληροφορίες που δίνει ό Έβλιγια για τούς κατοίκους
τών πόλεων που επισκέπτεται είναι και οί παρατηρήσεις του για τή γλώσσα,
ή τό ιδίωμα που μιλούν.
'Όταν πρόκειται για ξένη γλώσσα και όχι για τήν τουρκική, σημειώνει συνήθως μερικές λέξεις με τή σημασία τους στά τουρκικά.
Τέτοια περίπτωση στις πόλεις που έξετάζουμε έχουμε μόνο μιά: Στή Βέροια
άναφέρει τήν ύπαρξη πολλών μαύρων δούλων αύτοί είχαν μάλιστα και δικό
τους μπέη, ό όποιος ήταν ό μόνος που είχε τό δικαίωμα να τούς τιμωρεί,
όταν έπεφταν σέ κάποιο παράπτωμα.
Τούς δούλους αυτούς ό Έβλιγια τούς άποκαλεί Αίθίοπες (Zengi) και
άναφέρει μερικές λέξεις που τις χαρακτηρίζει ώς «αραβικά ονόματα», χωρίς
να σημειώνη τί σημαίνουν. Δέν μπόρεσα να εξακριβώσω σέ ποιά γλώσσα
άνήκουν οί λέξεις αύτές.
Οί υπόλοιπες γλωσσικές παρατηρήσεις του Έβλιγια για τον χώρο της
Μακεδονίας άναφέρονται στά ιδιώματα που μιλούσαν οί Τούρκοι διαφόρων
περιοχών.
Συγκεκριμένα σημειώνει φράσεις που άκουσε από τούς Τούρκους κατοίκους
τών Σκοπιών , της Καστοριάς, τών Σερβίων, τών Γενιτσών και της Έδεσας.
'Υπάρχει άκόμη μιά σημείωση για τό ιδίωμα τών Τσιτάκ Γιουρούκων, που
κατοικούσαν στον καζά Τσαρσαμπά - Παζαρί της περιοχής τών Σερβίων, μένει
όμως άσυμπλήρωτο τό σημείο όπου θά έγραφε ό Έβλιγια μερικές λέξεις από
τό ιδίωμά τους.
Για τούς κατοίκους της ’Αχρίδας άρκείται να άναφέρη ότι μιλούσαν όλοι βουλγαρικά (bulgarca) και έλληνικά (rumca), δέν γνώριζαν καθόλου άλβανικά (arnavudca) και ήξεραν άπταιστα τήν τουρκική γλώσσα (lisan-i tiirki).
Οί κάτοικοι όλων τών πόλεων που άναφέρονται παραπάνω μιλούσαν κατά τον
Έβλιγια τήν τουρκική γλώσσα σύμφωνα με τό ιδίωμα του Rum (τό ιδίωμα τών
κατοίκων τών Σκοπιών βρισκόταν «άνάμεσα στή γλώσσα του Rum και τήν
άλβανική»).
Τί εννοεί όμως ό Έβλιγια ώς «γλώσσα» ή «ιδίωμα» του «Rum»;
και πρώτα-πρώτα τί σημαίνει «Rum»;
Ό Έβλιγια δέν δίνει πάντα στον όρο αύτόν τό ίδιο περιεχόμενο. Πολλές
φορές χαρακτηρίζει ώς Rum ή Urum τούς "Ελληνες συγχρόνους του ή της
έποχής πρίν από τήν τουρκική κατάκτηση
1.
Τούς αρχαίους Έλληνες τούς ονομάζει άλλοτε Yunanian (πλ. του Yunan)2 κι άλλοτε Rum3, πότε πότε όμως φαίνεται να τούς ταυτίζη με τούς νεώτερους4.
'Ο δρος Rum χρησιμοποιείται επίσης από τον Έβλιγια για να δηλώση τήν οθωμανική αυτοκρατορία5 και κυρίως τις χώρες της αύτοκρατορίας, που άνήκαν παλαιότερα στή βυζαντινή αυτοκρατορία6.
Στις περιπτώσεις αύτές συνήθως άναφέρεται μαζί με τήν ’Αραβία και τήν Περσία, καθώς και με άλλες χώρες.
Τήν έκφραση «χώρα του Rum» (Rum diyari ή diyar-i Rum) τή
χρησιμοποιεί επίσης ό Έβλιγια όταν θέλη να έξάρη κάτι που είναι περίφημο
ή δέν βρίσκεται όμοιό του σέ όλες αυτές τις χώρες.
Δέν νομίζω όμως ότι ό όρος «γλώσσα του Rum» μπορεί να σημαίνει τήν
τουρκική γλώσσα που μιλούσαν οί Τούρκοι τών οθωμανικών χωρών που άνήκαν
πριν στή βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ό Έβλιγια θέλει άκριβώς να δείξη ότι ή γλώσσα τών Τούρκων μερικών
πόλεων ήταν κάπως διαφορετική από τή συνηθισμένη τουρκική γι’ αυτό και
παραθέτει λίγες λέξεις, που προφέρονταν κάπως διαφορετικά.
Τις διαφορές αύτές τις άποδίδει στην επίδραση της ελληνικής γλώσσας ή
του τρόπου με τον όποιο μιλούσαν τήν τουρκική οί 'Έλληνες (Rum) ή οί
έξισλαμισμένοι κάτοικοι τών πόλεων εκείνων.
’Έτσι παρατηρεί ότι οί Τσιτάκ Γιουρούκοι μιλούσαν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα
«με τό να ερχωνται σέ σχέση και άνάμιξη με τούς άπιστους Βουλγάρους και
'Έλληνες (Urum)» .
Τήν ίδια επίδραση της ελληνικής γλώσσας παρατηρεί ό Έβλιγια και στά
ιδιώματα τών Τούρκων τών Σκοπίων, της Καστοριάς, τών Σερβίων, τών
Γενιτσών και της Έδεσας.
...........................................................................
Υποσημειώσεις:
1. 'Ως
Rum χαρακτηρίζονται οί Ελληνες της εποχής πρίν από τήν τουρκική
κατάκτηση στην Καστοριά , στά Σερβία , στά Γενιτσά, στήν’Έδεσα, στή
Βέροια , στήν Αχρίδα και στή Στρώμνιτσα. Οί μετά τήν τουρκική κατάκτηση
και σύγχρονοι του Έβλιγια Έλληνες ονομάζονται πάντοτε Rum: π.χ. στά
Σκόπια , στην Καστοριά , στά Σέρβια , στην Έδεσα και σέ πολλά άλλα μέρη ή
Urum, οπως στή Λίτσιστα, στά χωριά γύρω από τήν Καστοριά, στή Βέροια.
Ό όρος δηλώνει
άποκλειστικά τούς Έλληνες
και όχι άλλες έθνότητες• αυτό φαίνεται καθαρά στά σημεία, όπου μαζί με
τούς Rum άναφέρονται και Βούλγαροι, Σέρβοι, ’Αλβανοί και άλλοι, όπως στά
Σκόπια, στην Έδεσα , στή Βέροια και άλλου.
2.
Σ. ‘199-200: 'Ο Πλάτων, από τούς παλαιούς σοφούς τών Ελλήνων (Yunanian).: στή γλώσσα τών Ελλήνων (Yunan). :
του Έλληνα ’Αλεξάνδρου (Iskender-i Yunan). οί Έλληνες (Yunanian) (του ’Αλεξάνδρου).
3.
Σ.
329: Ό Ayantaca, διδάσκαλος του Έλληνα (Yunan) ’Αλεξάνδρου, χάραξε σέ
επιγραφή τρεις σειρές ελληνικά (Rumca) και τρεις τουρκικά (Tiirkge). Ο
’Αλέξανδρος είναι γιος του Έλληνα (Yunan) φιλοσόφου Φιλίππου (Filikos)
και κυρίαρχου της Καβάλας • στά Γεννιτσά όμως ύπήρχαν δύο κάστρα
χτισμένα από δύο Ελληνες (Rum) βασιλιάδες της γενιάς τοΰ Φιλίππου. Ό
Γιανεβάν ή Γενουβάν, αδελφός του Γιάγκο, γιου του Madian (ό Tango έχτισε
τήν Κωνσταντινούπολη) , θεωρείται ώς «ό τέλειος διδάσκαλος της
έλληνικής (Yunan) ιστορίας» .
4.
Τήν
Καστοριά τήν έχτισε ο Ελληνας (Yunan) Φίλιππος, τήν πήραν όμως οί
Τούρκοι από τά χέρια τών Rum. Τά Σέρβια τά έχτισε ό Πλάτων, ό σοφός τών
Ελλήνων (Yunanian), τά πήραν όμως οί Τούρκοι από τά χέρια τών Rum .
5.
στην
τουρκική γλώσσα ή λέξη Rum δηλώνει συνήθως, έκτος από τούς Έλληνες, και
τή Μ. ’Ασία. Στόν Έβλιγια όμως βρίσκουμε φράσεις, που μας ύποχρεώνουν
να δώσουμε στον δρο ευρύτερη έννοια. Μιλώντας π.χ. για τον καπνό τών
Γενιτσών ό Έβλιγια γράφει ότι ήταν περίφημος «στό Rum, τήν ’Αραβία και
τήν Περσία» . ’Αλλου λέγει ότι τά συμπόσια που γίνονταν στην ’Αχρίδα
και οί κομπόστες της ήταν περίφημα «στις χώρες τοΰ Rum» («Rum
diyarinda»). Περίφημες άκόμη στή χώρα τοΰ Rum ήταν, άνάμεσα σέ άλλες, οί
θερινές βοσκές της Ρίλας, τοΰ Δεσπότη (Ροδόπης) και τών Σερρών .
Είναι, νομίζω, φανερό στις παραπάνω περιπτώσεις ότι δεν μπορει ό
Έβλιγια να έννοή τή Μ. ’Ασία, αλλά τις οθωμανικές χώρες γενικά
περικλείοντας και τόν βαλκανικό χώρο. με τήν έννοια αύτή χρησιμοποιείται
ή λέξη Rum και στην περσική γλώσσα (βλ. F. Steingass, A Comprehensive
Persian - English Dictionary, London 1892, σ. 596 «Rum: ... Greece,
Rome, the Roman Empire: Roumelia, Turkey; Biladi Rum: the cities,
kingdoms or empires of Greece, or of Europe in general».)
6.
Στό
συμπέρασμα αυτό καταλήγουν και άλλοι έρευνητές' βλ. σχετικά D.
Georgacas, The Names for the Asia Minor Peninsula, Heidelberg 1971, σ.
76-77