Σε μιά εποχή όπου ο κάθε αυτοχθονόπληκτος πειραγμένος προβάλει επιθετικά κάθε είδους ανιστόρητη θεωρία από το πως η Ελληνική γλώσσα δεν είναι κομμάτι του Ινδο-Ευρωπαϊκού γλωσσικού δένδρου έως την αμφισβήτηση του Ηροδότου γιά τον δανεισμό του ελληνικού αλφαβήρτου από τους Φοίνικες, καλό είναι να προβάλλονται καί οι απόψεις των σοβαρών επιστημόνων, σαν τον τόσο νωρίς αδικοχαμένου καθηγητή Αναστάσιο Φοίβο Χριστίδη. Όχι πως θα πείσουμε ποτέ τους πειραγμένους, κάθε άλλο. Αυτοί ζούν στον ιδιωτικό κόσμο τους καί βαυκαλίζονται στην ημιμάθειά τους καί φυσικά δεν ασχολούνται με "προδότες".
Αντιγραφή αποσπάσματος από το βιβλίο του Αναστασίου Φοίβου Χριστίδη
Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Σελ. 68-75.
Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Γραμμική Β: τα πρώτα ελληνικά κείμενα
Τα πρώτα δείγματα της γραμμικής Β βρέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, στις ανασκαφές που έκανε ο άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans στην Κρήτη. Έπρεπε, ωστόσο, να περιμένουμε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 για να αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική Β. Αυτό το κατάφερε ένας άγγλος ερασιτέχνης, ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ειδικευτεί στο «σπάσιμο» των μυστικών κωδίκων της πολεμικής μηχανής των Γερμανών. Με τη βοήθεια του ειδικού στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας John Chadwick του Πανεπιστημίου του Cambridge έδειξε πειστικά ότι η γραμμική Β «έκρυβε» κείμενα στην ελληνική γλώσσα: ήταν το πρώτο σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε για να γραφτεί η ελληνική γλώσσα.
Στην αποκρυπτογράφηση βοήθησε ένα συγγενικό σύστημα γραφής με τη γραμμική Β, το κυπριακό συλλαβάριο. Με το σύστημα αυτό γράφτηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα, όπως μιλιόταν στην Κύπρο (κυπριακή διάλεκτος). Με βάση τις ομοιότητες των σημείων του κυπριακό συλλαβαρίου με τα σημεία της γραμμικής Β, έγιναν υποθέσεις για τις συλλαβές στις οποίες αντιστοιχούν τα σημεία της γραμμικής Β. Οι σειρές των σημείων στη γραμμική Β χωρίζονται από κάθετες γραμμές. Αυτό δηλώνει ότι οι ομάδες των σημείων που διαχωρίζονται με αυτό τον τρόπο αντιστοιχούν σε λέξεις. Όταν βρίσκουμε την ίδια σειρά σημείων να επαναλαμβάνεται με κάποιες αλλαγές στο τέλος της, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ουσιαστικό σε διαφορετικές πτώσεις. Και για να καταλάβετε, ας δούμε ένα τεχνητό παράδειγμα: αν βρίσκουμε να επανέρχεται η ακολουθία σημείων, λ.χ.[αβγ], αλλά συχνά εμφανίζεται και με τη μορφή[αβγδ], τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το τελευταίο σημάδι αντιπροσωπεύει μια μορφή κατάληξης, όπως στη λέξη αλεπού, αλεπού-δες. Με τέτοιου είδους παρατηρήσεις ο Ventris κατέληξε στην αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β.
Μία από τις πρώτες λέξεις που διαβάστηκε και έπεισε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν η ελληνική ήταν ακριβώς η λέξη , που διαβάστηκε ως ti-ri-po-de. Το εικονόγραμμα ενός τρίποδα που τη συνόδευε έπεισε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η ανάγνωση ήταν ορθή και ότι πρόκειται για μια μορφή (σε κάποια πτώση και σε κάποιον αριθμό) της αρχαίας ελληνικής λέξης τρίπους 'τρίποδο (αγγείο)'. Τις λέξεις της συλλαβικής γραμμικής Β τις γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες για να τις ξεχωρίζουμε (για λόγους που θα δούμε αμέσως πιο κάτω) από τις λέξεις της «αλφαβητικής» ελληνικής, της ελληνικής δηλαδή, όπως γράφεται σήμερα, με τα «σημάδια» (τα γράμματα) του αλφαβήτου. Οι παύλες, όπως στη λέξη ti-ri-po-de, μπαίνουν για να δηλώσουν τα συλλαβικά «σημάδια» που «στέκονται» για κάθε συλλαβή: στο ti αντιστοιχεί ένα συλλαβικό σημάδι, στο ri άλλο σημάδι κλπ.
Αλλά γιατί στη γραμμική Β ο πληθυντικός τρίποδες γράφεται ti-ri-po-de; Έτσι προφερόταν εκείνη την εποχή; Η απάντηση είναι όχι. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η γραμμική Β (που, όπως είπαμε, είναι συλλαβικό σύστημα γραφής που αποτυπώνει συλλαβές οι οποίες αποτελούνται από ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν) δεν έχει σημάδια για συμφωνικά συμπλέγματα, συμπλέγματα δηλαδή που αποτελούνται από σύμφωνα στη σειρά. Τα συμφωνικά συμπλέγματα (όπως το τρ του τρίπους λ.χ.) αναλύονται. Αυτό που γίνεται είναι ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα παριστάνεται με δύο σημάδια, καθένα από τα οποία δηλώνει ένα από τα σύμφωνα μαζί με το φωνήεν που ακολουθεί. Έτσι, η ακολουθία τρι δηλώνεται με δύο συλλαβικά σημάδια: ti-ri. Η ακολουθία πτο, όπως στη λέξη πτόλις 'πόλη', αναλύεται (χωρίζεται) και δηλώνεται με δύο συλλαβικά σημάδια, και η πλήρης λέξη είναι po-to-li. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί η λέξη τρίποδες δεν σημαίνεται με τρία σημάδια (συλλαβικά) που αντιστοιχούν στις τρεις συλλαβές που τη συγκροτούν, τρί-πο-δες, αντί γι' αυτό βρίσκουμε το ti-ri-po-de;
H πιθανότερη πηγή από την οποία δανείστηκαν οι Μυκηναίοι το σύστημα γραφής τους, τη γραμμική Β, ήταν το σύστημα που χρησιμοποιούσε ο μινωικός πολιτισμός, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην Κρήτη στη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., με κέντρα την Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλλια, τη Ζάκρο και άλλες θέσεις όπου βρέθηκαν τα ανάκτορα και τα διοικητικά κέντρα της μινωικής Κρήτης. Οι Μινωίτες ανέπτυξαν πριν από τους Μυκηναίους ένα σύστημα γραφής (συλλαβικό και αυτό) για να εξυπηρετήσουν τις λογιστικές ανάγκες των διοικητικών μηχανισμών τους. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε από τους ειδικούς γραμμική Α. Γι' αυτό και το (χρονικά μεταγενέστερο) σύστημα των Μυκηναίων ονομάστηκε γραμμική Β. Η γραμμική Α ήταν ο «πρόγονος» της γραμμικής Β. Αλλά ενώ η γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε, η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Από τα λίγα που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι η γλώσσα αυτή, η γλώσσα του μινωικού κόσμου, δεν ήταν ελληνική.
Το συλλαβικό σύστημα, λοιπόν, για την καταγραφή της άγνωστης μινωικής γλώσσας που είναι γραμμένη με τη γραμμική Α, το δανείστηκαν οι Μυκηναίοι για να καταγράψουν τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Φαίνεται όμως ότι κράτησαν από αυτό το παλιότερο σύστημα κάποια χαρακτηριστικά που ανήκαν στη γλώσσα που κατέγραφε, παρόλο που δεν «ταίριαζαν» με τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό ήταν ίσως η αποφυγή συμφωνικών συμπλεγμάτων που δίνει την παράξενη, για τα ελληνικά, καταγραφή της λέξης τρίποδες ως ti-ri-po-de. Φαίνεται δηλαδή ότι η γλώσσα των Μινωιτών απέφευγε τα συμφωνικά συμπλέγματα, «δούλευε» δηλαδή με συλλαβές που αποτελούνταν από φωνήεν + σύμφωνο και όχι σύμφωνο + σύμφωνο + φωνήεν. Αυτό το χαρακτηριστικό (που δεν «ταιριάζει» στα ελληνικά) φαίνεται ότι το κράτησαν οι Μυκηναίοι και η γραμμική Β. Δεν προσάρμοσαν δηλαδή το σύστημα που δανείστηκαν στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής. Γι' αυτό και εμφανίζεται αυτή η περίεργη «ορθογραφία».
Γραμμική Β: μια ελλειπτική γραφή
Αλλά η γραμμική Β εμφανίζει και άλλες ιδιαιτερότητες (ίσως για τον ίδιο λόγο) που την κάνουν ένα δύσκολο και ελλειπτικό σύστημα γραφής. Έτσι, δεν σημειώνονται τα τελικά σύμφωνα. Η λέξη θυγάτηρ,π.χ., που σημαίνει στα αρχαία ελληνικά ό,τι και στα νέα, τη θυγατέρα, γράφεται στη γραμμική Β tu-ka-te, χωρίς σημάδι για το τελικό ρ. Εδώ θα προσέξετε ότι γίνεται και κάτι άλλο. Στη λέξη το θ (που στα αρχαία ελληνικά, όπως θα δούμε, προφερόταν ως [th]) δεν διακρίνεται από το τ, όπως το βρίσκουμε στη λέξη ti-ri-po-de. Έτσι, λοιπόν, τα σύμβολα ta, te, ti, to, tu μπορούν να διαβαστούν είτε ως θα, θε, θι, θο θυ = [tha], [the], [thi], [tho], [thu] (θυμηθείτε ότι το υ παριστάνει το φωνήεν [u]), είτε ως τα, τε, τι, το, τυ = [ta], [te], [ti], [to], [tu]. Για να καταλάβετε τί σημαίνει αυτό σκεφτείτε τις δύο λέξεις της νέας ελληνικής τάμα και θάμα (π.χ. πράγματα και θάματα 'θαύματα'). Οι δυο αυτές λέξεις διαφέρουν ως προς τα αρχικά τους σύμφωνα, και αυτή η διαφορά είναι που δημιουργεί τις διαφορετικές σημασίες τους. Οι δυο αυτές λέξεις, αν τις γράφαμε με το σύστημα της γραμμικής Β, δεν θα διέφεραν καθόλου -θα γράφονταν με τον ίδιο τρόπο: ta-ma.
Καταλαβαίνετε το πρόβλημα που δημιουργεί μια τέτοια ασάφεια. Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για ποια λέξη πρόκειται, εκτός αν βοηθά το υπόλοιπο κείμενο (αυτό που ονομάζουμε συμφραζόμενα). Και αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, καθώς προσπαθούμε να καταλάβουμε τα κείμενα αυτά. Για τους ίδιους τους Μυκηναίους αυτό δεν θα πρέπει να ήταν πρόβλημα. Η γραφή δεν είχε πλατιά διάδοση, όπως θα γίνει αργότερα με την αλφαβητική γραφή και έως τις μέρες μας. Ήταν κτήμα μιας περιορισμένης ομάδας ειδικών, των γραφέων, που κατέγραφαν ένα περιορισμένο φάσμα πληροφοριών (λογιστικούς καταλόγους προϊόντων, προσώπων κλπ). Οι κατάλογοι αυτοί, με το περιορισμένο περιεχόμενο, δεν απευθύνονταν σε ένα ευρύ κοινό αλλά στη «γραφειοκρατία» των ανακτόρων. Έτσι, δεν υπήρχε πρόβλημα συνεννόησης και κατανόησης, παρά τις ασάφειες του συστήματος γραφής, όπως δεν υπάρχει σήμερα πρόβλημα κατανόησης για ένα επιχειρηματία που διαβάζει τα λογιστικά έγγραφα που του δίνει το λογιστήριό του. Ξέρει για ποιο πράγμα γίνεται λόγος και δεν τον εμποδίζει ο συντομογραφικός ή και ελλειπτικός τρόπος γραφής ενός λογιστικού εγγράφου. Για κάποιον όμως «απ' έξω», τα λογιστικά αυτά έγγραφα είναι «σκοτεινά» με ένα τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από τα αντίστοιχα προβλήματα με τα κείμενα της γραμμικής Β.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής χωρίς υπερβολική ασάφεια και ελλειπτικότητα γεννιέται όταν διευρύνεται το είδος της πληροφορίας που καταγράφεται. Η διεύρυνση αυτή σημαίνει ότι οι αποδέκτες, αλλά και οι κάτοχοι της γνώσης της γραφής (του γραμματισμού, όπως λέμε), δεν περιορίζονται σε μια μικρή, προνομιούχα ομάδα ειδικών αλλά επεκτείνεται σε ευρύτατες ομάδες ανθρώπων. Η διεύρυνση στο είδος της πληροφορίας που καταγράφεται συμβαδίζει λοιπόν με τη διεύρυνση του κοινού που διαβάζει. Έτσι γεννιέται η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής που απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον λόγο. Και αυτό βέβαια είναι το αλφαβητικό, για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει και θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
Και άλλα «μπερδέματα» της γραμμικής Β.
Αλλά ας συνεχίσουμε την περιγραφή του συστήματος της γραμμικής Β και των κανόνων του. Το αρχικό σ (το σ στην αρχή της λέξης) δεν δηλώνεται όταν ακολουθεί σύμφωνο. Έτσι, η λέξη σπέρμα γράφεται pe-ma. Αλλά, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, δεν δηλώνεται το σύμφωνο ρ. Το σύμφωνο αυτό, καθώς και τα σύμφωνα ν και λ συνήθως δεν δηλώνονται, όταν βρίσκονται στο τέλος συλλαβής, δηλαδή μπροστά από ένα άλλο σύμφωνο ή στην αρχή συλλαβής όταν ακολουθεί σύμφωνο, όπως στην περίπτωση του σ: pe-ma. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Η λέξη pa-ka-na συνήθως συνοδεύεται στις πινακίδες από το εικονόγραμμα ενός σπαθιού. Σημαίνει λοιπόν 'σπαθιά' και είναι λέξη που είναι γνωστή από τα υστερότερα ελληνικά κείμενα ως φάσγανον, πληθ. φάσγανα. Όπως βλέπετε, δεν δηλώνεται το σ: pa-ka-na. Επιπλέον, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, η γραμμική Β δεν ξεχωρίζει το π, το φ και το β. Έτσι, το φ της λέξης pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως το π της λέξης pe-ma = σπέρμα.
Φαντάζεστε λοιπόν τις δυσκολίες που έχουμε να καταλάβουμε τί σημαίνει μια λέξη της γραμμικής Β, όταν δεν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για να δώσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα, οι δυο λέξεις της νέας ελληνικής φαγάνα και παγάνα 'ενέδρα' στη γραμμική Β θα γράφονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: pa-ka-na. Αλλά η λέξη pa-ka-na = φάσγανα δείχνει και κάτι άλλο. Η γραμμική Β δεν κάνει τη διάκριση κ, γ, χ. Έτσι η λέξη pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως η λέξη ko-to-na = κτοίνα 'περιουσία σε γη', παρόλο που στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με γ και στην άλλη με κ.
Μια ακόμη ιδιομορφία της γραμμικής Β είναι ότι δεν διαφοροποιούνται τα «υγρά» σύμφωνα ρ και λ. Έτσι, για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα με βάση τα νέα ελληνικά, η λέξη re-o μπορεί να αντιστοιχεί είτε στη λέξη ρέω είτε στη λέξη λέω. Πώς αποφασίζει κανείς για ποια από τις δυο λέξεις πρόκειται; Για μας που προσπαθούμε να διαβάσουμε τα μυκηναϊκά κείμενα, αυτό είναι πολύ δύσκολο, εκτός αν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για τους ίδιους του Μυκηναίους της ανακτορικής γραφειοκρατίας αυτό δεν θα ήταν δύσκολο, για τους λόγους που εξηγήσαμε λίγο πριν.
Το σύστημα της γραμμικής Β δηλώνει τις διφθόγγους. Έτσι η λέξη ου που σήμαινε 'δεν' στα αρχαία ελληνικά γράφεται με δύο συλλαβογράμματα, το ένα για το ο και το άλλο για το υ: o-u· το ίδιο συμβαίνει και με τις διφθόγγους αυ και ευ, π.χ. e-u-me-de, δηλαδή το κύριο όνομα Ευμήδης. Θυμηθείτε τί λέγαμε στο δεύτερο κεφάλαιο για το η στα αρχαία ελληνικά: δήλωνε ένα μακρό [e] = [ee]. Η γραμμική Β δεν είχε ειδικό σύμβολο για το μακρό [e], όπως και για τα άλλα μακρά φωνήεντα. Οι δίφθογγοι που είχαν ως δεύτερο στοιχείο τους το ι γράφονταν χωρίς το ι. Έτσι η λέξη έλαιον 'λάδι' γράφεται ως e-ra-wo, χωρίς το ι της διφθόγγου αι. Το τελευταίο συλλαβόγραμμα που αντιστοιχεί στη συλλαβή wo εμφανίζει ένα φθόγγο, το [w], τον οποίο έχουμε ήδη συζητήσει στο δεύτερο κεφάλαιο. Ο φθόγγος αυτός χάθηκε σε πολλές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής της επόμενης χιλιετίας, αλλά στα μυκηναϊκά διατηρείται.
Στα μυκηναϊκά διατηρείται επίσης μια κατηγορία φθόγγων που δεν εμφανίζονται (έχουν χαθεί) στα ελληνικά της επόμενης χιλιετίας. Οι φθόγγοι αυτοί λέγονται χειλοϋπερωικοί, γιατί σχηματίζονται από τα χείλη και το στρογγύλεμά τους, και το ανέβασμα της γλώσσας προς τον ουρανίσκο (υπερώα): qa, qe, qi, qo = [kwa], [kwe], [kwi], [kwo].
Η ελληνική γλώσσα πρωτογράφτηκε λοιπόν με τη χρήση ενός συλλαβικού συστήματος, της γραμμικής Β. Το κίνητρο που οδήγησε στην υιοθέτηση αυτού του συστήματος (δανεισμένου από τον αρχαιότερο πολιτισμό της μινωικής Κρήτης) ήταν η εξυπηρέτηση των λογιστικών αναγκών των μυκηναϊκών παλατιών. Η ελλειπτικότητα και οι ατέλειες του συστήματος αυτού εξηγούνται τόσο από τον περιορισμένο στόχο του (κείμενα λογιστικού χαρακτήρα για τις εσωτερικές ανάγκες της μυκηναϊκής ανακτορικής γραφειοκρατίας) όσο και από την ατελή προσαρμογή του συστήματος αυτού (που επινοήθηκε για μια άλλη γλώσσα) στην ελληνική γλώσσα και στα χαρακτηριστικά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου