Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ-ΜΕΡΟΣ 1ο

Νεοναζί - απόλυτη καί οργισμένη ταύτιση με την ιδεολογία του "αδικημένου έθνους", τυφλή ατομική υποταγή πρός τον ισχυρό αρχηγό, μίσος καί περιφρόνηση πρός τον αδύναμο καί τον ξένο 

Εξετάζοντας την ψυχολογία του ναζισμού πρέπει πρώτα να θεωρήσουμε σαν εισαγωγή το θέμα της δυνατότητας εφαρμογής των ψυχολογικών παραγόντων στην κατανόηση του ναζισμού. Κατά την επιστήμη και ακόμη περισσότερο κατά την εκλαϊκευτική εξέταση του ναζισμού προβάλλονται συνήθως δύο αντίθετες απόψεις: σύμφωνα με την πρώτη, η ψυχολογία δεν είναι ικανή να εξηγήσει ένα οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο όπως ο φασισμός και σύμφωνα με τη δεύτερη, ο φασισμός αποτελεί σήμερα πέρα για πέρα ψυχολογικό πρόβλημα.
Η νίκη του ναζισμού θεωρείται σαν αποτέλεσμα της εξαπάτησης και του εκβιασμού της πλειοψηφίας του πληθυσμού από μια μειοψηφία. Κατά τη γνώμη μας, καμία απ΄αυτές τις εξηγήσεις που τονίζουν τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και αποκλείουν τους ψυχολογικούς –ή αντίστροφα- είναι ορθή. Ο ναζισμός είναι ένα ψυχολογικό πρόβλημα, αλλά οι ψυχολογικοί παράγοντες αυτοί καθαυτοί θα πρέπει να θεωρείται πως διαμορφώθηκαν από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Ο ναζισμός είναι οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα, αλλά η εξάπλωσή του σ΄έναν ολόκληρο λαό θα πρέπει να γίνει κατανοητή πάνω σε ψυχολογική βάση.
Θεωρώντας την ψυχολογική βάση της επιτυχίας του ναζισμού, θα πρέπει να κάνουμε, πριν  ακόμη ξεκινήσουμε, τον εξής διαφορισμό: ένα μέρος του πληθυσμού υποτάχθηκε στο ναζιστικό καθεστώς χωρίς μεγάλη αντίσταση, αλλά και χωρίς να γίνουν οι άνθρωποι αυτοί θαυμαστές της ναζιστικής ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής. Ένα άλλο μέρος ένοιωσε να έλκεται ισχυρά από τη νέα ιδεολογία και αφοσιώθηκε με φανατισμό στους κήρυκές της. Την πρώτη ομάδα αποτελούσε κατά κύριο λόγο η εργατική τάξη και η φιλελεύθερη και καθολική αστική τάξη.  
Στις αρχές του 1930 τα οφέλη των πρώτων επιτυχιών είχαν εκμηδενιστεί σχεδόν ολότελα, με αποτέλεσμα ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης, δυσπιστίας προς την ηγεσία της, αμφιβολίας σχετικά με την αξία κάθε μορφής πολιτικής οργάνωσης και πολιτικής δραστηριότητας.
Οι εργάτες και εργαζόμενοι της Γερμανίας εξακολούθησαν να είναι μέλη των διάφορων κομμάτων τους και συνέχισαν να πιστεύουν στις πολιτικές θεωρίες τους. Όμως βαθιά μέσα τους πολλοί απ΄αυτούς είχαν πάψει να πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης.
Ένα ακόμη κίνητρο νομιμότητας της πλειονότητας του πληθυσμού προς τη ναζιστική κυβέρνηση δημιουργήθηκε μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Για εκατομμύρια ατόμων η κυβέρνηση του Χίτλερ έγινε ταυτόσημη με τη «Γερμανία». Μετά την κατάργηση των πολιτικών κομμάτων, οπότε το ναζιστικό κόμμα «έγινε» η Γερμανία, η αντιπολίτευση προς το κόμμα αυτό σήμαινε αντιπολίτευση προς τη Γερμανία. Φαίνεται πως τίποτε δεν ήταν πιο δύσκολο για το μέσο άνθρωπό από το να υποφέρει το αίσθημα πως δεν ταυτιζόταν με ένα ευρύτερο σύνολο.  
Αντίθετα από την αρνητική ή παθητική στάση της εργατικής τάξης και της φιλελεύθερης και καθολικής αστικής τάξης, η ναζιστική ιδεολογία έγινε με φλογερό ενθουσιασμό δεκτή από τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας αστικής τάξης, που τα αποτελούσαν μικροεπαγγελματίες, βιοτέχνες και υπάλληλοι.
Τα μέλη της παλιάς γενιάς της τάξης αυτής αποτέλεσαν την πιο παθητική μαζική βάση. Οι γιοί τους και οι κόρες τους έγιναν πιο δραστήριοι μαχητές. Σ΄αυτούς η ναζιστική ιδεολογία – το πνεύμα τυφλής υπακοής σε έναν ηγέτη και το μίσος κατά των φυλετικών και πολιτικών μειονοτήτων, η δίψα για κατακτήσεις και κυριαρχία, ο εκθειασμός του γερμανικού λαού και της «βόρειας φυλής» – βρήκε τρομαχτική απήχηση στο συναισθηματικό τους κόσμο και ήταν ακριβώς η απήχηση αυτή που τους μετέτρεψε σε φλογερούς οπαδούς και μαχητές της ναζιστικής υπόθεσης.  
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί η ναζιστική ιδεολογία βρήκε τέτοια απήχηση στην κατώτερη μεσαία τάξη πρέπει να αναζητηθεί στον κοινωνικό χαρακτήρα της κατώτερης μεσαίας τάξης. Η αγάπη της για τον ισχυρό, το μίσος της προς τον αδύνατο, η μικρότητα, η εχθρότητα και η τσιγγουνιά της ως προς τα αισθήματα, αλλά και ως προς το χρήμα και ουσιαστικά ο ασκητισμός της. Η προοπτική των μελών τής μεσαίας τάξης για τη ζωή ήταν περιορισμένη, υποπτεύονταν και μισούσαν τον ξένο, ήταν περίεργοι και ζηλόφθονοι απέναντι στις γνωριμίες τους, προβάλλοντας το φθόνο τους σαν ηθική αγανάκτηση. Ολόκληρη η ζωή τους στηριζόταν στην αρχή της στέρησης – οικονομικής και ψυχολογικής.
Μολονότι είναι αλήθεια πως ο κοινωνικός χαρακτήρας της κατώτερης μεσαίας τάξης παρέμεινε αμετάβλητος για πολύ πριν από τον πόλεμο του 1914, είναι επίσης αλήθεια ότι τα γεγονότα μετά τον πόλεμο έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στα στοιχεία εκείνα, που ήταν τα ισχυρότερα στηρίγματα της ναζιστικής ιδεολογίας: την επιθυμία υποταγής και τον πόθο της εξουσίας.
Η εξουσία της μοναρχίας ήταν αδιαφιλονίκητη και το μέλος της μεσαίας τάξης, αποκλίνοντας προς τη μοναρχία και ταυτιζόμενο μ΄αυτή, απέκτησε ένα αίσθημα σιγουριάς και ναρκισσευόμενης υπερηφάνειας. Επίσης, η εξουσία της θρησκείας και της παραδοσιακής ηθικής είχε ακόμη γερές ρίζες. Η οικογένεια εξακολουθούσε να είναι απρόσβλητο και ασφαλές καταφύγιο σ΄έναν εχθρικό κόσμο. Το άτομο αισθανόταν πως ανήκε σ΄ένα σταθερό κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα, στο οποίο κατείχε καθορισμένη θέση. Η υποταγή και η νομιμοφροσύνη του στις υφιστάμενες εξουσίες αποτελούσαν ικανοποιητική λύση για τις μαζοχιστικές του παρορμήσεις. Δεν είχε φτάσει όμως στα άκρα της πλήρους παράδοσης του εγώ του και διατηρούσε την αίσθηση της σπουδαιότητας της προσωπικότητάς του. Αυτό που του έλειπε από άποψη σιγουριάς και επιθετικότητας σαν άτομο, το αναπλήρωνε η δύναμη των εξουσιών στις οποίες είχε υποταχθεί
Με δύο λόγια, η οικονομική του θέση ήταν ακόμη αρκετά σταθερή, ώστε να του δίνει ένα αίσθημα εγωισμού και σχετικής σιγουριάς και οι εξουσίες στις οποίες στηριζόταν ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να του εξασφαλίζουν πρόσθετη σιγουριά, την οποία δεν ήταν δυνατό να εξασφαλίσει από τη θέση του το ίδιο το άτομο.
Η αυξανόμενη κοινωνική απογοήτευση είχε προεκτάσεις που αποτελούσαν μια από τις σημαντικές πηγές του Εθνικοσοσιαλισμού: τα μέλη της μεσαίας τάξης, αντί να κατανοήσουν την οικονομική και κοινωνική τους μοίρα, ταύτισαν συνειδητά τη μοίρα τους με τη μοίρα του έθνους. Η εθνική ήττα και η συνθήκη των Βερσαλλιών έγιναν τα σύμβολα, στα οποία μετατέθηκε η πραγματική – η κοινωνική – διάψευση των ελπίδων τους.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Έριχ Φρομ “Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου