Οι λεγόμενοι "εθνικόφρονες" πάντα θεωρούσαν πατέντα ιδιωτική την φιλοπατρία. ¨ολοι οι 'άλλοι ήταν διαχρονικά "προδότες". Προδότης φυσικά καί ο Βενιζέλος που τριπλασίασε την Ελλάδα γιά να την πετσοκόψουν πάλι οι"εθνικά σκεπτόμενοι" με την προδοσία της Μικρασίας. Το πιό κάτω άρθρο μας παραδίδει άλλη μιά άγνωστη πτυχή του πώς έδρασαν οι αντιβενιζελικοί μέσα στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, παραδίνοντας ολόκληρη στρατιά στους Βουλγάρους καί τους Γερμανους, κάτι που φυσικά επανελήφθη πάλι το 1941 από τον μέγιστο των εφιαλτών, στρατηγό Τσολάκογλου.
ΜΗΜ
ΜΗΜ
Στὶς
παραμονὲς τοῦ Μεγάλου Πολέμου (Α΄ Π.Π), ὑπῆρχε ἒντονος ἀνταγωνισμὸς τῶν
Μεγάλων Δυνάμεων, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Εὐρώπη νὰ ἒχῃ διαιρεθῇ σὲ δύο μεγάλα
στρατόπεδα: Στὴν Συνεννόηση (Entente) ὃπου συμμετεῖχε ἡ Ἀγγλία, ἡ Γαλλία καὶ ἡ Ρωσσία καὶ στὴν συμμαχία τῶν Κεντρικῶν Δυνάμεων ὃπου συμμετεῖχε ἡ Γερμανία, ἡ Αὐστροουγγαρία καὶ ἡ Ἰταλία.
Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἀναζητοῦσαν ἀπεγνωσμένα συμμάχους μεταξὺ τῶν
μικροτέρων κρατῶν, μὲ τὴ Γερμανία νὰ προσεταιρίζεται τὴ Βουλγαρία καὶ
τὴν Τουρκία καὶ τὴν Ἀντάντ νὰ πιέζῃ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Σερβία. Ἡ Ἀγγλία
μεσορανοῦσε διεθνῶς ἒχοντας ἀμέτρητες ἀποικίες σὲ ὃλες τὶς ἠπείρους. Ἡ
Γερμανία διεκδικοῦσε τὸ δικό της μερίδιο στὶς ὑποανάπτυκτες χῶρες, στὸν
ὀρυκτό τους πλοῦτο ἀλλὰ καὶ στὰ πετρέλαια τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ
Ἓλληνας πρωθυπουργὸς Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἐπεδίωκε ἡ Ἑλλάδα νὰ σταθῇ
στὸ πλευρὸ τῆς Ἀντάντ καὶ κυρίως στὸ πλευρὸ τῆς Μεγάλης Βρετανίας, τὴν
ὁποία θεωροῦσε παγκόσμια δύναμη καὶ ἀπὸ τὴ συμμαχία αὐτὴ προσδοκοῦσε
ὀφέλη καὶ ἀνταλλάγματα τὰ ὁποῖα ἒφταναν μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
τὴν Μικρά Ἀσία. Ἂρα ἀνῆκε στὴ φιλοπόλεμη μερίδα ἡ ὁποία ὑποστήριζε τὴν
ἒξοδο τῆς Ἑλλᾶδος στὸν πόλεμο ὡς σύμμαχος τῆς Τριπλῆς Συνεννοήσεως
(Entente). Ὁ βασιλέας Κωνσταντῖνος, γαμπρός ἀπὸ ἀδελφὴ τοῦ Γερμανοῦ
Κάιζερ Γουλιέλμου, ἐξ αἰτίας τῆς συγγενικῆς του σχέσης, ἀνῆκε στὴ
φιλειρηνικὴ μερίδα καὶ ὑποστήριζε τὴν οὐδετερότητα τῆς χώρας σὲ
περίπτωση διενέξεως τῶν Μεγάλων Δυνάμεων…
Ἡ Ἑλλάδα μοιράστηκε σὲ δύο στρατόπεδα. Βενιζελικοὶ ἐναντίον Βασιλικῶν...
Ἀφηγεῖται ὁ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
«Ἢμουνα κληρωτὸς τὸ ΄14. Ὑπηρετοῦσα στὶς Σέρρες. Ἂμα τσακατίστηκε ὁ βασιλεῦς Κωνσταντῖνος μὲ τὸν Βενιζέλο, μᾶς λένε οἱ ἀξιωματικοί μας: «Θὰ πᾶμε στὴν Καβάλα».
Ξεκινήσαμε γιὰ τὴν Καβάλα μὲ τὰ πόδια. Οἱ Ἐγγλέζοι μᾶς βαροῦσαν ἀπὸ πάνω μὲ τ΄ἀεροπλάνα. Τάχα δὲν ἢξεραν πὼς ἢμασταν ἑλληνικὸς στρατός. Τρεῖς μέρες κάναμε νὰ φτάσουμε στὴν Καβάλα. Νηστεία. Τρεῖς μέρες τρώγαμε γαλέτα. Ἀπὸ κοντὰ μᾶς λέν «Θὰ πᾶμε στὴ Δράμα». Ξεκινήσαμε πάλι, νηστικοὶ καὶ κακορίζικοι. Ἂμα φτάσαμε ἐκεῖ, βράσαν φασόλια καὶ μᾶς δῶσαν. Ἓνα καζάνι μεγάλο ἦταν.
Θυμᾶμαι ἓνας στρατιώτης ἀπὸ τὴν Τσάρα, Μποῦγλα τονε λέγαν, ἒφαγε πολλὰ φασόλια κι ἒσκασε γιὰ σημάδι. Πέθανε.
Ἒκεῖ
στὴ Δράμα συνενοένται αὐτοὶ οἱ μεγάλοι, τὰ κέρατα οἱ ἀξιωματικοί, καὶ
μᾶς λέν: «Τώρα, παιδιά, θὰ φύγουμε διαμέσου Κορυτσᾶς». Μᾶς
βάλαν ἀποστολὲς στὴν ἀμαξοστοιχία κι ὓστερα ἀπὸ μεγάλο ταξείδι
βρεθήκαμε στὴ Γερμανία. «Ἐδῶ παιδιά» μᾶς λέν, «θὰ περάσουμε καλά», καὶ
μᾶς ἒδωσαν νὰ φᾶμε. Φάγαμε μακαρόνια. Ψωμὶ ντίπ. Ἂμα φάγαμε μᾶς λὲν οἱ ἀξιωματικοί: «Τώρα παιδιὰ θὰ πᾶμε μὲ βῆμα στὴν πόλη. Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς εἶναι περήφανος». Μᾶς εἶπαν τέτοια πολλὰ καὶ μᾶς βάλαν στὸ φιλότιμο.
Μπήκαμε
στὴ γραμμή, μπροστὰ μουζικὲς καὶ ἲσια στὴν πόλη. Γκαίρλιτς τὴ λέγαν.
Ἐκεῖ βρήκαμε καὶ ἂλλους στρατιῶτες (Πρόκειται γιὰ τοὺς 400 ἀξιωματικοὺς
καὶ τοὺς 6.000 ἂντρες τοῦ 4ου Δ΄Σωματος Στρατοῦ, ποὺ
παραδόθηκαν ἀπὸ τὸ διοικητή τους στοὺς Γερμανοβούλγαρους, τὸ Σεπτέμβριο
τοῦ 1916). Εἶχαν ἒρθει μπροστύτερα μὲ ἂλλη ἀποστολή.
«Τί γένεται ἐδῶ, μωρὰ παιδιά;» ρωτᾶμε. Σφίχτε τὴν κοιλιά σας μ΄ἓνα λουρί», μᾶς λέν, «γιὰ νὰ βαστάξ΄τι».
Ἐμεῖς ἀρχίσαμε νὰ φωνάζουμε τότε στοὺς ἀξιωματικοὺς μας: «Τί μᾶς φέρατε
ἐδῶ;» «Σωπᾶστε», μᾶς λέγαν, «θὰ μᾶς δώσουν οἱ Γερμανοὶ νὰ φᾶμε». Μᾶς
δῶσαν μιὰ κουραμάνα, πλιθὶ ἦταν. Οἱ Γερμανοὶ δὲ μᾶς χώνευαν. «Ἐδῶ δὲν
ἒχουμε νὰ φᾶμε ἐμεῖς», λέγαν, «ἢρθατε κι ἐσεῖς…»
Δυόμισι χρόνια μείναμε στὴ Γερμανία. Βλέπεις οἱ ἀξιωματικοὶ σκιάζονταν τὸν Βενιζέλο καὶ δὲ γύριζαν πίσω στὴν Ἑλλάδα.
Ἐμεῖς
μὲ τὰ πολλὰ κάναμε στάση. «Πεθαίνουμε ἀπὸ τὴν πείνα», λέμε. «Τί
χαλέβουμε ἐμεῖς στὴ Γερμανία;» Μᾶς ἀπόλυσαν ὂξω νὰ δουλεύουμε. Ἐγὼ
ἒπιασα δουλειὰ σὲ ἓνα ἐργοστάσιο, τότες τὸ κτίζαν. Μ΄ἒριξαν στὰ χαντάκια
νὰ περνάω τὰ ρούλια, τὰ κιούγκια ἀποῦ λέμε ἐμεῖς. Ἒπαιρνα δέκα μάρκα
τὴν ἡμέρα. Ἒξι μῆνες ἒκατσα ἐκεῖ. Ὓστερα, μιὰ μέρα, μάθαμε πῶς οἱ ἀξιωματικοὶ κάναν πάλι χαρτιὰ μὲ τσὶ Γερμανοὶ γιὰ νὰ παραμείνει τὸ στράτευμα. Ἂμα τὸ μάθαμε αὐτό, ξεσηκωθήκαμε. Θέλαμε νὰ γυρίσουμε. Παίρνουν χαμπέρι οἱ ὑπαξιωματικοὶ τί γίνεται καὶ λέν:»Παιδιά, θὰ σπάσουμε τὶς ἀποθῆκες νὰ πάρουμε ροῦχα καὶ τρόφιμα καὶ νὰ φύβγουμε».
Μαζευόμαστε,
σπάζουμε τὴν ἀποθήκη, οἱ Γερμανοὶ μᾶς εἶδαν, ἀλλὰ δὲν κουνήθηκαν.
Πήραμε ὃτι ἦνταν νὰ πάρουμε καὶ κόβουμε πέρα. Μὲ τὰ πόδια πάλι.
Πηγαίναμε παρέες παρέες. Βρήκαμε ἓνα Γερμανό, τὸν πληρώσαμε καὶ μᾶς
ὀδήγησε σ΄ἓνα σταθμό. Δὲν ξέραμε ποῦ βρισκόμασταν, μὰ ἐγὼ λέω πὼς θὰ
ἢμασταν στὴν Αὐστρία. Ὁ σταθμὸς ἦταν κάργα Ἓλληνες στρατιῶτες. «Βγᾶλτε
εἰσιτήριο», μᾶς λένε. Πληρώσαμε πενῆντα μάρκα γιὰ τὸ εἰσιτήριο. Ἂμα ἦρθε
τὸ τραῖνο καὶ ὁ ἐπικεφαλὴς ἒμαθε πὼς βγάλαμε εἰσιτήριο, «Ἀντροπή», λέει, «αἰχμάλωτοι καὶ νὰ πληρώσουν εἰσιτήριο». Μᾶς ἒδωσαν πίσω τὰ λεφτά.
Τὸ
τραῖνο αὐτὸ μᾶς ἒβγαλε στὴ Ρουμανία. «Παιδιά, πᾶτε μιὰ βόλτα», μᾶς
λέει, «καὶ ἐλᾶτε πίσω». Μᾶς βάζουν ὓστερα σὲ ἓνα καράβι, καὶ φτάσαμε
σ΄ἓνα μέρος ποὺ τ΄ἀστόχησα τώρα πῶς τὸ λέγαν. Ἒπειτα πάλι δρόμο μὲ τὰ
πόδια καὶ φτάσαμε στὴ Βάρνα, στὴ Βουλγαρία. Ἐκεῖ στὴ Βάρνα ἦταν Ἂγγλοι.
Μᾶς λέει ἓνας Ἓλληνας ἐπιλοχίας: «Παιδιά, νὰ κατεβεῖτε στὴν παραλία,
θὰ΄ρθῃ ἓνας τρανὸς στρατηγὸς νὰ τὸν ὑποδεχτοῦμε».
Γρήγορα
γρήγορα ἐμεῖς ἀλλάζουμε, φτιάχνουμε καὶ ἓναν τσολιά, ὁ ἓνας τοῦ δάνεισε
τσαρούχια, ὁ ἂλλος φέσι, σημαία καὶ πᾶμε. Πήγαμε κατὰ τετρᾶδες. Ἐκεῖ
ἦταν Ἂγγλοι, Γάλλοι, Βούλγαροι… Ἦταν και μαθήτριες. Μόλις εἶδαν τὸν
Ἂγγλο στρατηγό, τὸν πῆραν στὸ τραγοῦδι.
Μόλις πέρασε μπροστά μας ὁ στρατηγός, χράπ! ἐμεῖς τὸν χαιρετᾶμε. Εὐχαριστήθηκε αὐτός.
Μόλις
ἒφυγε ὁ στρατηγός, οἱ Βούλγαροι χύθηκαν ἀπάνω μας νὰ μᾶς πάρουν τὴ
σημαία. Ὂπλα δὲ εἲχαμε. Βαρούσαμε μὲ τὰ χέρια. Ἒγινε χαμός. Σκορπίσαμε
σαδῶ σακεῖ. Οἱ Βούλγαροι ξέραν ἑλληνικά, ἂκουγαν ὃ,τι λέγαμε καὶ μᾶς
κυνηγοῦσαν. Ἐμεῖς ἀναγκαστήκαμε νὰ φτιάξουμε μαχαίρια καὶ τοὺς
καρφώναμε μ΄αὐτά. Γινόταν μακελειὸ κάθε μέρα. Οἱ Ἂγγλοι, τὸ ἰππικό, μᾶς βλέπαν καὶ γελοῦσαν. Κάναν γοῦστο μὲ τὰ χάλια μας.
Κάθε μέρα κατεβαίναμε στὴν παραλία μπὰς καὶ βροῦμε καράβι νὰ φύβγουμε. Ἐρχόνταν καράβια, ξεφόρτωναν, ἒφευγαν, ἐμεῖς οἱ φουκαρᾶδες ἐκεῖ. Στὰ τελευταῖα μᾶς πῆραν. «Ἂντε, σώθηκαν οἱ ἀμαρτίες μας», εἲπαμε.
Μὰ ποῦ. Βγήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολη. Μαζεύτηκε κόσμος. Ρωτοῦσαν γιὰ
τὰ παιδιά τους. Ἓλληνες ἦταν. Ἦρθαν γιατροί, μᾶς ἐξέτασαν κι ὓστερα μᾶς
μπαρκάρουν σ΄ἓνα καράβι καὶ μᾶς πᾶνε στὴν Κρήτη στὸ Ἠράκλειο. Μᾶς εἶχαν
γιὰ βασιλικοὺς βλέπεις.
Ἐκεῖ
χορτάσαμε. Φάγαμε. Τὸ μᾶρκο μᾶς τὸ περνοῦσαν ἒξι δεκᾶρες. Ἒξι μῆνες μᾶς
εἶχαν στὴν Κρήτη. Ὓστερα μᾶς δῶσαν ἓνα μῆνα ἂδεια νὰ πᾶμε στὰ σπίτια
μας. Ἦρθα στὸ χωριό. Πέρασαν οἱ μέρες, ἒληξε ἡ ἂδεια, μὰ ἐμεῖς
κρυβόμασταν. Εἲχαμε μπιζερίσει νὰ ΄μαστε στρατιῶτες.
Τότες πλάκωσαν οἱ Κρητικοὶ καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἀναγκάσουν νὰ βγοῦμε, πιᾶσαν τὶς οἰκογένειές μας. Τάχαμ΄ πὼς ἢμασταν βασιλικοί. Ἐγὼ δὲν ἢμουνα βασιλικός, οὒτε ἢξερα ἀπὸ τέτοια, ἂν κρυβόμουνα ἦταν γιατὶ φοβόμουνα τὸ ξῦλο.
Μὲ τὰ πολλὰ βγήκαμε. Μόλις μᾶς βλέπουν οἱ Κρητικοί, ἂρχισαν νὰ φωνάζουν: «Εἶστε λιποτᾶχτες». Φόβο ἐμεῖς. Σκιαζόμασταν μπὰς καὶ μᾶς δείρουν.
Ὃμως μπῆκε στὴ μέση ἓνας ἀξιωματικός Δασκαλόπουλο τονε λέγαν. Μόλις μᾶς
εἶδε, «Καλῶς τὰ παιδιά», μᾶς λέει καὶ μᾶς κέρασε τσιγάρο. Ὓστερα
περάσαμε ἀπὸ τὸ χωριὸ Πουλιάνα, μάζεψαν καὶ τοὺς ἂλλους στρατιῶτες καὶ
φύγαμε. Μᾶς πῆγαν στὶς Σέρρες.
Χρόνια
ὁλόκληρα ἢμουνα στρατιώτης. Ἀφοὺ ἂμα μὲ ρωτοῦσαν «Τί δουλειὰ κάνεις;»,
ἀπαντοῦσα «Στρατιώτης». Εἶχα ξεχάσει πὼς ἢμουνα ἀγρότης…»
- Ἱστορικὰ στοιχεῖα: Η Πραγματική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας
-Ἡ ἀφήγηση τοῦ Γεωργίου Σταμούλη εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΦΩΝΕΣ, μαρτυρίες Θεσσαλῶν γιὰ τὸν 20ο αἰῶνα», Μαρούλα Κλιάφα, ἐκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, β΄ἒκδοση, 2001.
Φωτογραφίες
http://anihneftes.blogspot.gr/2012/09/blog-post_14.html
Ολόκληρη η απίστευτη ιστορία στο βιβλίο μου:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919» (εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη, υποψήφιο για κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2011)
Βιβλιοκριτικές -μεταξύ άλλων- στο Βήμα της Κυριακής http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=345243
http://facebook.com/gerasimos.alexatos