Η εκ μητρός γιαγιά μου συνελήφθη το καλοκαίρι του 1967 από τη χούντα και εστάλη στη Γυάρο, έναν ξερόβραχο μεταξύ Σύρου και Τήνου. Κόντευε ήδη τα εξήντα, παρέμενε όμως σε άψογη φόρμα και αγωνιστικότητα. Τα γράμματά της από εκεί, έδιναν -μολονότι λογοκριμένα- μιαν απολύτως εφιαλτική αίσθηση για την καθημερινότητα των κρατουμένων. Όταν, δυο χρόνια αργότερα, απελευθερώθηκε, «επέστρεψα», μας είπε, «από το νησί του διαβόλου!». Κατά τη δεκαετία του 1990 - πολύ γριά, πλέον, αλλά με τα μυαλά της τετρακόσια- αναφερόταν συχνά στην περίοδο της Γυάρου. «Τι όμορφα περνούσαμε όλες οι γυναίκες μαζί…» μονολογούσε. «Φτιάχναμε εργόχειρα, μαθαίναμε η μια στην άλλη συνταγές… Την άνοιξη βγαίναμε από το στρατόπεδο και μαζεύαμε λουλουδάκια…».
Ούτε η γιαγιάκα μου ούτε ο Ησίοδος ούτε καν ο θαλερός δημοσιογράφος διέπρατταν συνειδητή πλαστογραφία. Είναι απολύτως φυσικό ο καθένας μας να εξιδανικεύει τον καιρό που είχε «και δύναμι και λόγο και εμορφιά». Όταν τα δόντια σου πριονίζουν και το στομάχι σου αλέθει τα πάντα, τα κοψίδια φαντάζουν προφανώς πιο τραγανά. Όταν το πέος σου τεντώνει το παντελόνι ακόμα και στις πλέον άκαιρες στιγμές -μέσα στο λεωφορείο ή στην ουρά του ΙΚΑ- τα κορίτσια σού φαίνονται πιο θελκτικά κι ας μη σου ρίχνουν πιθανόν δεύτερο βλέμμα. Κι όταν κάποιος δικός σου φεύγει από τη ζωή σε νεαρή ηλικία, επόμενο είναι να αγιοποιείται στα μάτια σου. «Αν δεν τον είχε θερίσει ο καρκίνος», σκέφτεσαι και κλαις, «θα ’χε κερδίσει το Νόμπελ. Το Κρατικό, έστω, Βραβείο Λογοτεχνίας…». «Αν δεν την είχε χτυπήσει εκείνη η καταραμένη μηχανή, θα ’χαμε πάει διακοπές στην Αμοργό και -ποιος ξέρει;- μπορεί να ’μασταν ακόμα μαζί…».
Η νοσταλγικότης συγχωρείται σε όλους τους μεγαλύτερους μιας ηλικίας, εκτός εάν είναι επαγγελματίες ιστορικοί. Εκείνο που δεν συγχωρείται είναι να φλομώνουν τους νεότερούς τους με μύθους του παρελθόντος, να πλάθουν και να στήνουν εμπρός τους επιβλητικά, απρόσιτα φαντάσματα.
Όχι, φίλες και φίλοι, κάτω των τριάντα: Η Αθήνα του ’70 και του ’80 κάθε άλλο παρά πιο ανθρώπινη ήταν από την Αθήνα του 2013! Μια τσιμεντούπολη ήταν, με το «νέφος» -την αιθαλομίχλη- μονίμως εγκατεστημένη από πάνω της, δίχως Μετρό και Αττική Οδό, χωρίς καν πεζόδρομους. Για να πας από το κέντρο στο Αιγάλεω, έπρεπε να αλλάξεις τρεις συγκοινωνίες. Όχι, η καθημερινότητά μας δεν ήταν ούτε πιο εύκολη ούτε πιο διασκεδαστική. Ελλείψει διαδικτύου, επαφιόμασταν για την ενημέρωσή μας στις ελληνικές αποκλειστικά εφημερίδες. Μπορούσαμε να δούμε μόνο τις ταινίες που έφερναν οι κινηματογράφοι. Ακόμα δε και οι ξένοι δίσκοι -«εισαγωγής»- πωλούνταν σε ελάχιστα καταστήματα, στη «Λέσχη του Δίσκου» και στο «Ποπ 11» των αδελφών Φαληρέα. Δεν έδινε ο Μάνος Χατζιδάκις τον τόνο στα μουσικά πράγματα (ο «Μεγάλος Ερωτικός» είχε πουλήσει, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, ελάχιστα) μα οι ελαφρολαϊκοί και οι «στρατευμένοι» καλλιτέχνες, με λαδερά χασάπικα και πληκτικότατα θούρια. Δεν υπήρχαν και τόσοι δα σπουδαίοι πολιτικοί. Σε κάθε Λεωνίδα Κύρκο αντιστοιχούσαν τρεις «αυριανιστές», σε κάθε Παναγή Παπαληγούρα δέκα «εθνικόφρονες» κομμουνιστοφάγοι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου -με όλο το πανθομολογούμενο χάρισμά του- αμολούσε τα πιο εξωφρενικά συνθήματα και εξεθείαζε τη λιβυκή «Τζαμαχιρία» του Καντάφι σαν αναβίωση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -με όλη την ωριμότητα και την πυγμή που επέδειξε μετά το 1974- είχε μεταμορφωθεί στα στερνά του σε μια ζώσα προτομή που ξεφούρνιζε δυσνόητους χρησμούς. Η ερωτική απελευθέρωση, το ροκ και το πανκ, οτιδήποτε το αληθινά ρηξικέλευθο και εναλλακτικό, αφορούσε ένα μικρό σχετικά ποσοστό των Ελλήνων. Οι πλατιές λαϊκές μάζες των ξεριζωμένων αγροτών, που κατέφυγαν μετά τον Εμφύλιο στις πόλεις, νοσταλγούσαν απλώς τα χωριά τους και αδημονούσαν να αποκτήσουν Ι.Χ. για να τα επισκέπτονται κάθε Σαββατοκύριακο.
Αντίστοιχα -και πολύ ζοφερότερα- δεδομένα θα μπορούσε να αποκαλύψει κάποιος ειλικρινής πρεσβύτερός μου για τις «θρυλικές» δεκαετίες του 1960 και 1950, πόσω δε μάλλον για τα ελληνικά ‘40ς. Προφανώς η χαμέρπεια συνυπάρχει πάντοτε με την ψυχική και διανοητική έξαρση, οι ανιδιοτελείς με τα καθίκια, οι προικισμένοι με τους τυχάρπαστους, που ανεμίζουν οποιαδήποτε σημαία ευκαιρίας, μπας και διακριθούν. Για αυτό και η ανθρώπινη περιπέτεια συνιστά έναν επαναλαμβανόμενο πανωλεθρίαμβο.
Δεν αντέχω ωστόσο να αντικρίζω σήμερα πιτσιρικάδες να φοράνε κορδωμένοι μαύρα μπλουζάκια επειδή κάποιος δόλιος καθοδηγητής πλαστογράφησε την Ιστορία και τους απέκρυψε τι σήμαινε ναζισμός. Δεν αντέχω ομοίως να βλέπω παιδιά γεννημένα μετά το 1990, να χτυπάνε τατουάζ με σφυροδρέπανα, να νοσταλγούν ό,τι δεν έχουν ποτέ ζήσει, ό,τι ευθύς θα κατέρρεε στα μάτια τους, αρκεί να διάβαζαν το «Κατά Σαδδουκαίων» του Μιχάλη Κατσαρού. Δεν αντέχω να νεκρανασταίνουν εν αγνοία τους την ατμόσφαιρα του πιο κακόγουστου λαϊκισμού των ‘80ς. Να χρησιμοποιούν την πιο ξύλινη γλώσσα, να πάλλονται στους ρυθμούς εμβατηρίων που ήδη προ τριακονταετίας ηχούσαν παρωχημένα. Δεν τους αντέχω να θέλουν να μοιάσουν στους κρατικοδίαιτους γονείς τους, να χάβουν αμάσητο το παραμύθι κάποιου χαμένου παράδεισου, στον οποίον όλοι δήθεν την περνούσαν βολεμένοι μέλι-γάλα.
Η Μελίνα απόλαυσε τη ζωή της στο μέγιστο βαθμό και ύστερα πέθανε. Ο Μάνος Χατζιδάκις, επίσης. Ο Τσε Γκεβάρα ακόμα περισσότερο. Κανείς από τους τρεις τους δεν έδρασε καθ’ υπαγόρευσιν κάποιων εξιδανικευμένων προγόνων του. Θα έφριτταν -το πιστεύω ακράδαντα- αν ήξεραν πως κάποιοι σήμερα τους ξεθάβουν και τους περιφέρουν σαν σκηνώματα αγίων. Είτε μεταχειρίζονται τα οστά τους σαν οικοδομικά υλικά για την ανέγερση του μέλλοντος.
Το μέλλον, όπως και αν διαμορφωθεί, σίγουρα δεν θα αποτελεί επανάληψη, πόσω δε μάλλον παρωδία του παρελθόντος. Σταματήστε να νοσταλγείτε! Κόψτε, επειγόντως, τους ομφάλιους λώρους σας, κλείστε -επιτέλους- τους τάφους! Ειδάλλως κινδυνεύετε, οι μεν να σας πνίξουν, οι δε να σας ρουφήξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου