|
Το βόδι καί ο λύκος |
Tου ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ
«Σήμα» τέλους για κάθε προσπάθεια επιδίωξης ομοσπονδιακής λύσης στο Κυπριακό, έδωσε ο Ταγιπ Ερντογαν με την επίσκεψη του στα Κατεχόμενα αλλά και με τις θέσεις που επανέλαβε στην συνάντηση του με τον Αντώνη Σαμαρα, θέτοντας πλέον νέα δεδομένα στο κυπριακό, στις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η απροκάλυπτη πλέον αναφορά του Ταγιπ Ερντογαν σε «λύση ομοσπονδίας που θα στηρίζεται σε δυο κράτη» δεν ήταν μια τυχαία δήλωση αφού ο τούρκος ηγέτης επέλεξε να την κάνει στην αφετηρία της πρώτης θητείας του ως πρόεδρος της Τουρκίας ,που ουσιαστικά δίνει και το στίγμα της στρατηγικής προσέγγισης της Άγκυρας στο Κυπριακό.
Οι συνομιλίες πλέον είναι προφανές, ότι αποτελούν το ιδανικό πεδίο για την Τουρκία ώστε να διαμορφωθεί ένα σχέδιο λύσης κατά πολύ δυσμενέστερο του απαράδεκτου Σχεδίου Ανάν με πολύ πιο έντονη την διζωνικότητα και την αριθμητική αντίληψη της πολιτικής ισότητας, ώστε τελικά να καταλήξει σε μια χαλαρή συνομοσπονδία όπου η Άγκυρα εκτός του ασφυκτικού πολιτικού ελέγχου που θα έχει στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο θα εξασφαλίσει μέσω της Συνομοσπονδίας επιρροή και έλεγχο και στο ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο…
Στην παρούσα φάση το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας είναι ότι δεν μπορεί να ανεχθεί μια μικρή έστω και ακρωτηριασμένη Κυπριακή Δημοκρατία, να έχει την δυνατότητα ανάληψης σημαντικού στρατηγικού ρόλου στην πιο καυτή περιοχή του πλανήτη, η ίδια η Τουρκία να αισθάνεται αποκομμένη από την Νοτιοανατολική Μεσόγειο λογω της μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγχρόνως να βιώνει την «τιμωρία της ιστορίας» όπου όλος ο φυσικός πλούτος, των υδρογονανθράκων βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νησιού, στο τμήμα εκείνο το οποίο για πολλούς και διαφόρους λόγους δεν κατέλαβε στρατιωτικά (αν και πιθανότατα θα μπορούσε να το πράξει) το 1974.
Η Άγκυρα είχε από καιρό ξεδιπλώσει το σχέδιο της που αποσκοπούσε στην ενισχυση με κάθε τρόπο του ψευδοκράτους ώστε όταν έρθει η ώρα, επί ίσοις οροις να διεκδικεί όλο και πιο διευρυμένο μερίδιο εξουσίας σε μια χαλαρή συνομοσπονδία με την Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα συρρικνώνονταν σε ένα ελληνοκυπριακό κρατίδιο το οποίο θα λύγιζε συγχρόνως από το βάρος της Τρόικας και του Μνημονίου.
Ήδη από το 2012 ο «Φιλελεύθερος» (και ο δημοσιογράφος Κώστας Βενιζελος) είχαν αποκαλύψει το «Μνημόνιο» που επέβαλλε η Άγκυρα στο ψευδοκράτος προκειμένου οι δομές του, να εκσυγχρονιστούν με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικής βοήθειας. Το ιδιότυπο αυτό Μνημόνιο είχε περιληφθεί στο «Οικονομικό Πρωτόκολλο για την περίοδο 2013 -2015» το οποίο σε μια σημαντική πολιτική κίνηση τουρκοποιησης των Κατεχομένων προέβλεπε ότι θα μπορούσαν οι έποικοι να αναλάβουν ακόμη και ανώτατες θέσεις του ψευδοκράτους .
Μέχρι σήμερα υπήρξαν σημαντικές παρεμβάσεις με την οικονομική βοήθεια προς τα Κατεχόμενα υπό τον αυστηρό έλεγχο του εκαστοτε τούρκου «πρέσβη» αλλά και η μεταφορά ηλεκτρικής ενεργείας και κυρίως με τον αγωγό που θα μεταφέρει νερό από τη Τουρκία στα κατεχόμενα.
Με τέτοιες κινήσεις καθώς και με την ενισχυση του τουρισμού με προορισμό τα καζίνο του ψευδοκράτους, αλλά και της προσέλκυσης κυρίως Κεντροασιατων σπουδαστών στο πανεπιστήμιο στα Κατεχόμενα, η Αγκυρα θωρακίζει σταδιακά μια κρατική δομή στα Κατεχόμενα που θα μπορεί να διαπραγματευτεί επί ισοις οροις τους Ελληνοκύπριους.
Σε πολιτικό επίπεδο, δεν είναι τυχαία η προσπάθεια παράκαμψης των αποφάσεων του ΟΗΕ και η πρόσκληση «υπουργών» του ψευδοκράτους όχι μόνο στο Λονδίνο που ούτως η άλλως παίζει τον γνωστό άθλιο και ύποπτο ρόλο στο Κυπριακό, αλλά σταδιακά άνοιξαν οι πόρτες και στις Βρυξέλλες και στις ΗΠΑ.
Ο λεγόμενος ΥΠΕΞ του ψευδοκράτους Οζντελ Ναμί ο οποίος πιθανότατα θα είναι υποψήφιος στις «προεδρικές» εκλογές του 2015 επισκέφθηκε το Λονδίνο και αμέσως μετα του προγραμμάτισαν επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, η οποία φαίνεται πως δεν θα γίνει μετά την αντίδραση της Λευκωσίας και της Ομογένειας.
Η δραστηριότητα αυτή του κ. Ναμι (είχε προηγηθεί περιοδεία σε ξένες πρωτεύουσες του διαπραγματευτή για το κυπριακό Κουντρετ Οζερσάι που πιθανόν να είναι ο βασικός αντίπαλος του κ. Ναμι στις «προεδρικές» εκλογές) προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις της Κυπριακής κυβέρνησης με τον εκπρόσωπο της Νίκο Χριστοδουλίδη να προαναγγέλλει διαβήματα και να καταδικάζει τις επαφές που έχουν «στόχο να τύχουν εκμετάλλευσης από το παράνομο καθεστώς καθώς επίσης να ικανοποιήσουν προσωπικές και άλλες επιδιώξεις εις βάρος της κοινής υποτίθεται προσπάθειας για επίλυση του κυπριακού στην βάση του συμφωνημένου πλαισίου..»
Απαιτείται άμεσα νέος επαναπροσδιορισμός της εθνικής στρατηγικής για το κυπριακό, καθώς οι χειρισμοί δεν μπορεί να εξαντλούνται στο blame game…
Η διχοτόμηση πια είναι μια αποδοχή της ήττας του 1974 και του τεράστιου κόστους που πλήρωσε ο ελληνισμός σε αυτή την 40ετια, από την άλλη όμως θα πρέπει να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός ώστε και να επιβιώσει η Κύπρος στην αντιπαράθεση με την Τουρκία και να μπορέσει να προχωρήσει στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της με τις μικρότερες δυνατές απώλειες..
Η μη λύση και η οριστικοποίηση της διχοτόμησης έχει ένα τεράστιο ψυχολογικό κόστος για τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενιές των ελληνοκυπρίων και δημιουργεί μια σειρά πρακτικών προβλημάτων (πέραν της απώλειας περιουσιών, όσων είχαν ελπίδες να τους επιστραφεί η περιουσία τους σε εδάφη που θα τιθονταν υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο) αλλά το πλήγμα για την Τουρκία θα είναι στρατηγικού χαρακτήρα.
Γι αυτό η Τουρκία δεν πρόκειται να καταθέσει εύκολα τα όπλα, αφήνοντας την κατάσταση να διολισθήσει σε διχοτόμηση, επιλέγοντας είτε την συνέχιση της εκκρεμότητας είτε την επιβολή συνομοσπονδιακής λύσης.
Τώρα θα πρέπει να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη μάχη για να αποφευχθεί η συνομοσπονδιακή λύση, την όποια χωρίς καμία λογικη αφηναν να καλιεργείται με την ενισχυση της διζωνικοτητας με την ελπίδα ότι ετσι θα “εγκλωβίσουν” την Τουρκία να αποδεχτεί λύση μιας έστω χαλαρής ομοσπονδίας… Οι μέχρι τώρα συνταγές (μετα το 2004 όταν ο Κυπριακός Ελληνισμός με την ηγεσία του Τάσσου Παπαδοπουλου και την έστω και απρόθυμη στήριξη της τότε ελληνικής κυβέρνησης, πέτυχε την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και την ομαλή ένταξη στην Ε.Ε.) διαπραγμάτευσης του Κυπριακού αποδειχθηκαν αποτυχημένες.
Απαιτείται πλέον νέα Εθνική Στρατηγική που θα έχει στόχο να κερδίσει το μέλλον και όχι να αποζημιώσει το χαμένο παρελθόν.
Το «Δόγμα» Νταβουτογλου για την Κύπρο
Έχει ξεχωριστό και όχι απλώς και μόνο ιστορικό ενδιαφέρον το πώς περιέγραφε την εμπλοκή του Κυπριακού στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ο νυν πρωθυπουργός της χώρας Αχμέτ Νταβουτογλου στο περίφημο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος» (2001).
«Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό ρολό στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι δραστήρια στις παγκόσμιες πολιτικές διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μια θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τούς στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ της Ασίας και της Αφρικής, της Ευρώπης και της Αφρικής, της Ευρώπης και της Ασίας…
Ο Αχμέτ Νταβουτογλου περιγράφει τους δυο άξονες της τουρκικής πολιτικής για το κυπριακό:
-Η ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για την εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου είναι ένας άξονας που έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Με την μείωση των εδαφών του Οθωμανικού κράτους πάντα μια από τις βασικές παραμέτρους της οθωμανοτουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε η ασφάλεια και η συνεχεια των μουσουλμανικών στοιχείων που παρέμειναν στα εγκατελειφθέντα εδάφη… Μια ενδεχόμενη αδυναμια που θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά με την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί κατά κύματα στην Δυτική Θράκη και στην Βουλγαρία και ακόμη στο Αζερμπαϊτζάν και στην Βοσνία….
Γι’ αυτό τον λόγο η προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λογω κοινότητας αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα.
-Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγικη άποψη. Ο άξονας αυτός είναι ζωτικής σημασίας.
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμιά χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού χώρου της…»
Ο Αχμετ Νταβουτογλου χαρακτηρίζει μάλιστα την εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή, ως «στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 και το οποίο πρέπει να διαχειρισθεί όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στην διαφύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας..»